πλινθοφόρος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ γὰρ πράττειν τοῦ λέγειν καὶ χειροτονεῖν ὕστερον ὂν τῇ τάξει, πρότερον τῇ δυνάμει καὶ κρεῖττόν ἐστιν (Demosthenes 3.15) → for action, even though posterior in the order of events to speaking and voting, is prior in importance and superior

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που κουβαλάει πλίνθους («οὐκ [[Αἰγύπτιος]] [[πλινθοφόρος]]... παρῆν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[πλινθοφόρος]]<br />[[τεχνίτης]] που κουβαλά πλίνθους<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[πλινθοφόρος]]<br />[[ονομασία]] νομίσματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλίνθος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>μαχαιρο</i>-[[φόρος]].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που κουβαλάει πλίνθους («οὐκ [[Αἰγύπτιος]] [[πλινθοφόρος]]... παρῆν», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[πλινθοφόρος]]<br />[[τεχνίτης]] που κουβαλά πλίνθους<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[πλινθοφόρος]]<br />[[ονομασία]] νομίσματος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πλίνθος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. [[μαχαιροφόρος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:20, 25 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πλινθοφόρος Medium diacritics: πλινθοφόρος Low diacritics: πλινθοφόρος Capitals: ΠΛΙΝΘΟΦΟΡΟΣ
Transliteration A: plinthophóros Transliteration B: plinthophoros Transliteration C: plinthoforos Beta Code: plinqofo/ros

English (LSJ)

(parox.), ον, A carrying bricks, Ar. Av.1134: as Subst., PSI6.672.5 (iii B.C.), etc. 2 πλινθοφόρος, ἡ, name of a coin (cf. κιστοφόρος ΙΙ), Inscr.Délos461Bb49 (ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 637] Ziegel tragend, Ar. Av. 1134.

Greek (Liddell-Scott)

πλινθοφόρος: -ον, ὁ φέρων πλίνθους, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1134· ― πλινθοφορέω, φέρω, «κουβαλῶ» πλίνθους, αὐτόθι 1142, 1149.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui porte des briques, manœuvre ; titre d’une comédie de Diphile.
Étymologie: πλίνθος, φέρω.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που κουβαλάει πλίνθους («οὐκ Αἰγύπτιος πλινθοφόρος... παρῆν», Αριστοτ.)
2. το αρσ. ως ουσ.πλινθοφόρος
τεχνίτης που κουβαλά πλίνθους
3. το θηλ. ως ουσ.πλινθοφόρος
ονομασία νομίσματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλίνθος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. μαχαιροφόρος.

Greek Monotonic

πλινθοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που μεταφέρει πλίνθους, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πλινθοφόρος: ὁ подносчик кирпичей Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πλινθοφόρος -ον [πλίνθος, φέρω] stenen dragend.

Middle Liddell

πλινθο-φόρος, ον, φέρω
carrying bricks, Ar.