φιβάλεως: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόνwhat is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fivaleos
|Transliteration C=fivaleos
|Beta Code=fiba/lews
|Beta Code=fiba/lews
|Definition=[ᾰ], ω, ἡ, a kind of <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[early fig]], found in Com. in pl., nom. [[φιβάλεῳ]] ([[φιβαλέοι]] codd.Ath.) <span class="bibl">Telecl.5</span>: gen., τῶν φιβάλεων συκων <span class="bibl">Pherecr.80</span>; [[φιβάλεων]] alone, <span class="bibl">Hermipp.51</span>: acc., φιβάλεως ἰσχάδας <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>802</span>; [[φιβάλεως]] alone, <span class="bibl">Apolloph.5</span>.—Sch.Ar. l.c. has <b class="b3">γένος συκῆς ἡ φίβαλις</b> (taking [[φιβάλεως]] as gen. sg.) and explains as the name for a district in Megaris or Attica; <span class="bibl"><span class="title">EM</span>793.26</span> has <b class="b3">φιβάλεως· γένος συκῆς· λέγουσι δὲ οὕτω καὶ τὰς μιρρίνας</b>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> <b class="b2">a lean, dried-up person</b>, Telecl. l. c., Sch.Ar. l. c., Suid.</span>
|Definition=[ᾰ], ω, ἡ, a kind of<br><span class="bld">A</span> [[early]] [[fig]], found in Com. in pl., nom. [[φιβάλεῳ]] ([[φιβαλέοι]] codd.Ath.) Telecl.5: gen., τῶν φιβάλεων συκων Pherecr.80; [[φιβάλεων]] alone, Hermipp.51: acc., φιβάλεως ἰσχάδας Ar.Ach.802; [[φιβάλεως]] alone, Apolloph.5.—Sch.Ar. l.c. has γένος συκῆς ἡ φίβαλις (taking [[φιβάλεως]] as gen. sg.) and explains as the name for a district in Megaris or Attica; EM793.26 has [[φιβάλεως]]· [[γένος]] συκῆς· λέγουσι δὲ οὕτω καὶ τὰς μιρρίνας.<br><span class="bld">II</span> a [[lean]], [[dried-up]] [[person]], Telecl. l. c., Sch.Ar. l. c., Suid.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''φιβάλεως''': {phibáleōs}<br />'''Forms''': pl. -εῳ, Akk. -εως<br />'''Grammar''': f.,<br />'''Meaning''': N. einer zum Trocknen geeigneten Feige, auch übertr. von mageren Menschen (Kom.), nach Sch. Ar. ''Ach''. 802 Ort in Megaris oder Attika.<br />'''Etymology''' : Bildung wie [[κορώνεως]] f. [[Baum mit rabenschwarzen Feigen]] , [[μελίνεως]]· [[εἶδος]] ἀμπέλου H., [[κανθάρεως]] m. Ben. eines Weinstocks. Als Grundwort des ON gibt Sch. a. O. [[φίβαλις]] = [[γένος]] συκῆς mit dem Plur. φιβάλεις = οἱ ἰσχνοὶ [[τῶν]] ἀνθρώπων; bei ''EM'' 793, 26 (nach Apolloph.) φιβάλεα = τὰ σῦκα, -λέαι = ἰσχάδες. — Unerklärt.<br />'''Page''' 2,1017
|ftr='''φιβάλεως''': {phibáleōs}<br />'''Forms''': pl. -εῳ, Akk. -εως<br />'''Grammar''': f.,<br />'''Meaning''': N. einer zum Trocknen geeigneten Feige, auch übertr. von mageren Menschen (Kom.), nach Sch. Ar. ''Ach''. 802 Ort in Megaris oder Attika.<br />'''Etymology''' : Bildung wie [[κορώνεως]] f. [[Baum mit rabenschwarzen Feigen]] , [[μελίνεως]]· [[εἶδος]] ἀμπέλου H., [[κανθάρεως]] m. Ben. eines Weinstocks. Als Grundwort des ON gibt Sch. a. O. [[φίβαλις]] = [[γένος]] συκῆς mit dem Plur. φιβάλεις = οἱ ἰσχνοὶ [[τῶν]] ἀνθρώπων; bei ''EM'' 793, 26 (nach Apolloph.) φιβάλεα = τὰ σῦκα, -λέαι = ἰσχάδες. — Unerklärt.<br />'''Page''' 2,1017
}}
}}

Revision as of 09:11, 22 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐβάλεως Medium diacritics: φιβάλεως Low diacritics: φιβάλεως Capitals: ΦΙΒΑΛΕΩΣ
Transliteration A: phibáleōs Transliteration B: phibaleōs Transliteration C: fivaleos Beta Code: fiba/lews

English (LSJ)

[ᾰ], ω, ἡ, a kind of
A early fig, found in Com. in pl., nom. φιβάλεῳ (φιβαλέοι codd.Ath.) Telecl.5: gen., τῶν φιβάλεων συκων Pherecr.80; φιβάλεων alone, Hermipp.51: acc., φιβάλεως ἰσχάδας Ar.Ach.802; φιβάλεως alone, Apolloph.5.—Sch.Ar. l.c. has γένος συκῆς ἡ φίβαλις (taking φιβάλεως as gen. sg.) and explains as the name for a district in Megaris or Attica; EM793.26 has φιβάλεως· γένος συκῆς· λέγουσι δὲ οὕτω καὶ τὰς μιρρίνας.
II a lean, dried-up person, Telecl. l. c., Sch.Ar. l. c., Suid.

German (Pape)

[Seite 1273] ω, ἡ, der Baum, der die Feige φιβαλέα tragt; Antiphan. bei Ath. III, 75 e; Schol. Ar. Ach. 767.

Greek (Liddell-Scott)

φῐβάλεως: [ᾰ], ω, ἡ, εἶδος πρωΐμου σύκου οὕτω κληθέντος ἐκ τοῦ Φίβαλις, ἡ, ἥτις ἦν τόπος Μεγαρίδος ἢ κατ’ ἄλλους τῆς Ἀττικῆς, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ἀχ. 802· ― πληθ. ὀνομαστ. φιβάλεῳ (κοινῶς φιβάλεοι), Τηλεκλείδης ἐν «Ἀμφυκτύοσι» 3· γεν., τῶν φιβάλεων σύκων Φερεκράτης ἐν «Κραπατάλλοις», 1, ἢ μόνον φιβάλεων, Ἕρμιππ. ἐν «Στρατιώταις» 10· αἰτ., φιβάλεως ἰσχάδας Ἀριστοφ. ἔνθ’ ἀνωτ., ἢ μόνον φιβάλεως, Ἀπολλοφάνης ἐν «Κρησὶν» 1. ΙΙ. τὸ δένδρον τὸ φέρον τὰ σῦκα ταῦτα, Ἐτυμολ. Μέγ. 793. 26.

French (Bailly abrégé)

ω (ἡ) :
figue de Phibalis, espèce de figue précoce.
Étymologie: Φίβαλις.
Par. ἰσχάς, ἰσχάδιον, ὄλυνθος, σῦκον, φήληξ.

Greek Monolingual

-ω, ἡ, Α
1. είδος πρώιμου σύκου («τῶν φιβαλέων τρῶγε σύκων τοῡ θέρους», Φερεκρ.)
2. το δέντρο, η συκιά, που παράγει τα σύκα αυτά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. αβέβαιης ετυμολ. που εμφανίζει επίθημα -εως, όπως και άλλες ονομ. φυτών (πρβλ. ἐλά-εως, κανθάρ-εως, κορών-εως, μελίν-εως). Ο τ. απαντά κυρίως στους κωμικούς ποιητές και παρουσιάζει μεγάλη μορφολογική ποικιλία (πρβλ. φίβαλις, φιβαλέον). Κατά μία άποψη, ελάχιστα πιθανή, αρχικός θεωρήθηκε ο τ. φίβαλις, σχηματισμένος μετωνυμικά από ένα υποτιθέμενο τοπωνύμιο Φίβαλις της περιοχής τών Μεγάρων ή της Αττικής (για το φαινόμενο πρβλ. γαλλ. gamay «ποικιλία σταφυλιού» από το ομώνυμο χωριό της Κοτ ντ' Ορ). Πιθανότερο, όμως, είναι ότι ο τ. φίβαλις είναι μεταγενέστερα σχηματισμένος από την αιτ. πληθ. φιβάλεως, που θεωρήθηκε ως γεν. εν. ενός τριτόκλιτου θηλ. σε -ις, -εως (πρβλ. δύναμις, -άμεως)].

Greek Monotonic

φῐβάλεως: [ᾰ], -ω, ἡ, είδος πρώιμου σύκου, ονομάστηκε από το Φίβαλις, τοποθεσία στην Αττική ή τα Μέγαρα· ονομ. πληθ. φιβάλεῳ, αιτ. φιβάλεως, σε Αττ.

Russian (Dvoretsky)

φῐβάλεως: ω (ᾰ) ἡ (acc. pl. φιβάλεως) фибалийская фига Arph.

Middle Liddell


a kind of early fig, called from Φίβαλις, a district of Attica or Megaris:—pl., nom. φιβάλεῳ, acc. φιβάλεως Ar.

Frisk Etymology German

φιβάλεως: {phibáleōs}
Forms: pl. -εῳ, Akk. -εως
Grammar: f.,
Meaning: N. einer zum Trocknen geeigneten Feige, auch übertr. von mageren Menschen (Kom.), nach Sch. Ar. Ach. 802 Ort in Megaris oder Attika.
Etymology : Bildung wie κορώνεως f. Baum mit rabenschwarzen Feigen , μελίνεως· εἶδος ἀμπέλου H., κανθάρεως m. Ben. eines Weinstocks. Als Grundwort des ON gibt Sch. a. O. φίβαλις = γένος συκῆς mit dem Plur. φιβάλεις = οἱ ἰσχνοὶ τῶν ἀνθρώπων; bei EM 793, 26 (nach Apolloph.) φιβάλεα = τὰ σῦκα, -λέαι = ἰσχάδες. — Unerklärt.
Page 2,1017