καλάμινος: Difference between revisions

From LSJ

ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 , $3 $4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κᾰλάμῐνος:''' (λᾰ)<br /><b class="num">1)</b> тростниковый, камышовый (οἰκίαι, τόξα Her.): τὸ καλάμινον [[πῦρ]] Arst. огонь горящего камыша;<br /><b class="num">2)</b> бамбуковый (πλοῖα Her.): καλάμου ἓν [[γόνυ]] [[πλοῖον]] ἕκαστον ποιέεται Her. каждая лодка делается из одного (лишь) колена бамбука.
|elrutext='''κᾰλάμῐνος:''' (λᾰ)<br /><b class="num">1)</b> [[тростниковый]], [[камышовый]] (οἰκίαι, τόξα Her.): τὸ καλάμινον [[πῦρ]] Arst. огонь горящего камыша;<br /><b class="num">2)</b> бамбуковый (πλοῖα Her.): καλάμου ἓν [[γόνυ]] [[πλοῖον]] ἕκαστον ποιέεται Her. каждая лодка делается из одного (лишь) колена бамбука.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰλάμῐνος, η, ον [κάλᾰμος]<br /><b class="num">I.</b> made of [[reed]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> made of [[cane]], Hdt.
|mdlsjtxt=κᾰλάμῐνος, η, ον [κάλᾰμος]<br /><b class="num">I.</b> made of [[reed]], Hdt.<br /><b class="num">II.</b> made of [[cane]], Hdt.
}}
}}

Revision as of 09:55, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλάμῐνος Medium diacritics: καλάμινος Low diacritics: καλάμινος Capitals: ΚΑΛΑΜΙΝΟΣ
Transliteration A: kaláminos Transliteration B: kalaminos Transliteration C: kalaminos Beta Code: kala/minos

English (LSJ)

[λᾰ], η, ον, A of reed, οἰκίαι Hdt.5.101; ὀϊστοί, τόξα, Id.7.61, 65; Χάραξ PSI4.393.6 (iii B.C.); σῦριγξ, αὐλός, Ar.Fr.719, Ath. 4.182d; κ. πλέγμα cheese-crate, Poll.7.173: σκελετός, ἄπυγος, καλάμινα σκέλη φορῶν with legs like reeds, Pl.Com.184.3. II of cane, bamboo, πλοῖα κ. Hdt.3.98.

German (Pape)

[Seite 1307] von Rohr; πλοῖα Her. 3, 93; οἰκία 5, 101; αὐλός Ath. IV, 182 d Poll. 10, 153, wie σύριγγες 4, 67.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
de roseau, fait en roseau.
Étymologie: κάλαμος.

Greek Monolingual

-η, -ο και καλαμένιος, -α, -ο (AM καλάμινος, -ίνη, -ον)
αυτός που έχει κατασκευαστεί από καλάμι (α. «καλαμένια στέγη» β. «καλάμινος αὐλὸς», Αριστοφ.)
αρχ.
αυτός που έχει ισχνά σκέλη («σκελετός, ἄπυγος, καλάμινα σκέλη φορῶν», Πλάτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -ινος (νεοελλ. και -ένιος)].

Greek Monotonic

κᾰλάμῐνος: -η, -ον (κάλᾰμος),
I. καλαμένιος, φτιαγμένος από καλάμι, σε Ηρόδ.
II. κατασκευασμένος από βέργες, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλάμῐνος: (λᾰ)
1) тростниковый, камышовый (οἰκίαι, τόξα Her.): τὸ καλάμινον πῦρ Arst. огонь горящего камыша;
2) бамбуковый (πλοῖα Her.): καλάμου ἓν γόνυ πλοῖον ἕκαστον ποιέεται Her. каждая лодка делается из одного (лишь) колена бамбука.

Middle Liddell

κᾰλάμῐνος, η, ον [κάλᾰμος]
I. made of reed, Hdt.
II. made of cane, Hdt.