μήχι: Difference between revisions

From LSJ

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μήχι]] (Α)<br />[[μόριο]] το οποίο έχει [[σχέση]] με το [[μόριο]] <i>μη</i>, όπως και το [[ουχί]] έχει</i> [[σχέση]] με το [[μόριο]] <i>ου</i> και το [[ναιχί]] με το [[μόριο]] <i>ναι</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μή</i>-<i>χι</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[οὐχί]])].
|mltxt=[[μήχι]] (Α)<br />[[μόριο]] το οποίο έχει [[σχέση]] με το [[μόριο]] <i>μη</i>, όπως και το [[ουχί]] έχει</i> [[σχέση]] με το [[μόριο]] <i>ου</i> και το [[ναιχί]] με το [[μόριο]] <i>ναι</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μή</i>-<i>χι</i> ([[πρβλ]]. [[οὐχί]])].
}}
}}

Revision as of 14:40, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μήχι Medium diacritics: μήχι Low diacritics: μήχι Capitals: ΜΗΧΙ
Transliteration A: mḗchi Transliteration B: mēchi Transliteration C: michi Beta Code: mh/xi

English (LSJ)

related to μή as οὐχί to οὐ, ναίχι to ναί, Eub.23.

Greek Monolingual

μήχι (Α)
μόριο το οποίο έχει σχέση με το μόριο μη, όπως και το ουχί έχει σχέση με το μόριο ου και το ναιχί με το μόριο ναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μή-χι (πρβλ. οὐχί)].