ἑτερορρεπής: Difference between revisions
κάλλιστον τὸ δικαιότατον, λῷστον δ' ὑγιαίνειν → nothing is more beautiful than being just, but nothing is more pleasant than being healthy | Most beautiful is what is most just; the best thing is to be healthy.
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") |
m (Text replacement - "<b class="b2">Acut.(Sp</b>" to "Acut.(Sp") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eterorrepis | |Transliteration C=eterorrepis | ||
|Beta Code=e(terorreph/s | |Beta Code=e(terorreph/s | ||
|Definition=ές, Act., <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[making now one side and now another preponderate]], Ζεύς <span class="bibl">A. <span class="title">Supp.</span>403</span> (lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[inclining to one side or the other]], of patients in the crisis of a disease, Hp. | |Definition=ές, Act., <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[making now one side and now another preponderate]], Ζεύς <span class="bibl">A. <span class="title">Supp.</span>403</span> (lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[inclining to one side or the other]], of patients in the crisis of a disease, Hp.Acut.(Sp.) 21. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[one-sided]], <b class="b3">ἑ. ζήτημα</b> where the [[weight]] of evidence [[preponderates]], <span class="bibl">Hermog.<span class="title">Stat.</span> 1</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> Adv. -[[πῶς]] [[varia lectio|v.l.]] in <span class="bibl">Poll.8.13</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 16:50, 9 July 2021
English (LSJ)
ές, Act., A making now one side and now another preponderate, Ζεύς A. Supp.403 (lyr.). II inclining to one side or the other, of patients in the crisis of a disease, Hp.Acut.(Sp.) 21. 2 one-sided, ἑ. ζήτημα where the weight of evidence preponderates, Hermog.Stat. 1. III Adv. -πῶς v.l. in Poll.8.13.
Greek (Liddell-Scott)
ἑτερορρεπής: -ές, ῥέπων ἐξ ἴσου πρὸς τοῦτο ἢ ἐκεῖνο τὸ μέρος, ἀμερόληπτος, δίκαιος, Ζεὺς ἑτερορρεπής, νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῖς. ὅσια δ’ ἐννόμοις Αἰσχύλ. Ἱκ. 403. ΙΙ. = ἑτερόρροπος, ἐπὶ ἀσθενῶν εὑρισκομένων ἐν τῇ κρίσει τῆς νόσου, Ἱππ. 399. 55· οὕτως ἑτ. ζήτημα Ἑρμογ. - Ἐπίρρ. -πῶς, Πολυδ. Δ΄, 172. - Καθ’ Ἡσύχ. «ἑτερορρεπὲς· ἐπὶ τὸ ἕτερον ῥέπον καὶ βαροῦν».
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui fait pencher la balance tantôt d’un côté, tantôt de l’autre.
Étymologie: ἕτερος, ῥέπω.
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ἑτερορρεπής, -ές)
αυτός που ρέπει, κλίνει προς το ένα μέρος, ο ετεροκλινής
αρχ.
1. αυτός που κλίνει εξίσου προς το ένα ή το άλλο μέρος, ο αμερόληπτος, ο δίκαιος («Ζεὺς ἑτερορρεπής, νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς ὅσια δ' ἐννόμοις», Αισχύλ.)
2. (για ασθενείς) αυτός που διέρχεται την κρίση της νόσου
3. μονομερής, μεροληπτικός.
επίρρ...
ἑτερορρεπῶς (ΑΜ)
με κλίση προς το ένα μέρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο- + -ρεπής (< ρέπω), πρβλ. α-ρρεπής, επι-ρρεπής].
Russian (Dvoretsky)
ἑτερορρεπής: склоняющий весы то на одну, то на другую сторону, т. е. уравновешивающий (Ζεύς Aesch.).