ὕφαλος: Difference between revisions
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὕφᾰλος''': -ον, (ἅλς) ὁ ὑπὸ τὴν θάλασσαν, ὕφ. [[Ἔρεβος]], τὸ [[σκότος]] τῆς ἀβύσσου, Σοφ. Ἀντιγ. 589· ὕφ. [[πέτρα]] Ἀνθ. Παλατ. 11. 390, Αἰλ., κλπ.· [[νῆσος]] Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 10. 1· τὸ ὕφαλον, τὰ κατώτερα ὕδατα, Στράβ. 51· τὰ ὕφαλα τῆς [[νεώς]], τὰ μέρη τὰ ὑπὸ τὸ [[ὕδωρ]], ἀντίθετ. τῷ τὰ ἔξαλα, Λουκ. [[Ζεὺς]] Τραγ. 47· ― ὕφ. πληγαί, τραύματα, βλάβαι τοῦ πλοίου κατὰ τὰ ὑπὸ τὸ [[ὕδωρ]] μέρη, Πολύβ. 16. 3, 2., 4. 12. 2) μεταφορ., [[ὕπουλος]], [[δόλιος]], ἐπὶ ἀνθρώπων, «ὕφαλοι· αἱ ὑπὸ τὴν θάλασσαν κεκρυμμέναι πέτραι· [[ὅθεν]] καὶ [[ὕφαλος]] [[ἄνθρωπος]] λέγεται ὁ κεκρυμμένος καὶ [[πανοῦργος]]» Ἐτυμολ. Μέγ. 785, 44· «οὐχ ἁπλοῦν γένος [[εὑρίσκω]] τοὺς Ἀρμενίους, ἀλλὰ κρυπτόν τι καὶ ὕφαλον» Γρηγ. Ναζ. Λόγ. 29, σ. 328C, κλπ. ΙΙ. ὀλίγον τι [[ἁλμυρός]], ὕδατα Ἱππ. π. Ἀέρ. 281. | |lstext='''ὕφᾰλος''': -ον, (ἅλς) ὁ ὑπὸ τὴν θάλασσαν, ὕφ. [[Ἔρεβος]], τὸ [[σκότος]] τῆς ἀβύσσου, Σοφ. Ἀντιγ. 589· ὕφ. [[πέτρα]] Ἀνθ. Παλατ. 11. 390, Αἰλ., κλπ.· [[νῆσος]] Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 10. 1· τὸ ὕφαλον, τὰ κατώτερα ὕδατα, Στράβ. 51· τὰ ὕφαλα τῆς [[νεώς]], τὰ μέρη τὰ ὑπὸ τὸ [[ὕδωρ]], ἀντίθετ. τῷ τὰ ἔξαλα, Λουκ. [[Ζεύς|Ζεὺς]] Τραγ. 47· ― ὕφ. πληγαί, τραύματα, βλάβαι τοῦ πλοίου κατὰ τὰ ὑπὸ τὸ [[ὕδωρ]] μέρη, Πολύβ. 16. 3, 2., 4. 12. 2) μεταφορ., [[ὕπουλος]], [[δόλιος]], ἐπὶ ἀνθρώπων, «ὕφαλοι· αἱ ὑπὸ τὴν θάλασσαν κεκρυμμέναι πέτραι· [[ὅθεν]] καὶ [[ὕφαλος]] [[ἄνθρωπος]] λέγεται ὁ κεκρυμμένος καὶ [[πανοῦργος]]» Ἐτυμολ. Μέγ. 785, 44· «οὐχ ἁπλοῦν γένος [[εὑρίσκω]] τοὺς Ἀρμενίους, ἀλλὰ κρυπτόν τι καὶ ὕφαλον» Γρηγ. Ναζ. Λόγ. 29, σ. 328C, κλπ. ΙΙ. ὀλίγον τι [[ἁλμυρός]], ὕδατα Ἱππ. π. Ἀέρ. 281. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 10:28, 30 July 2022
English (LSJ)
ον, (ἅλς) A under the sea, ἔρεβος ὕ. the darkness of the deep, S.Ant.589 (lyr.); ὕ. πέτραι AP11.390 (Lucill.), cf. Ael.NA14.28, Jul.Or.1.41a; μὴ περὶ τὴν ὕφαλον (without πέτραν) ῥαγῇ τὸ σκάφος Lib.Ep.308, cf. Id.Or.62.32; νῆσος Luc.DMar.10.1; τὸ ὕ. (sc. ἔδαφος), Str.1.3.5; τὰ ὕ. τῆς νεώς the parts under water, opp. τὰ ἔξαλα, Luc.JTr.47; ὕ. πληγή, τραύματα, damages to a ship under water, Plb.16.3.2, 16.4.12. 2 metaph., secret, crafty, of men, EM 785.44; ὑ. ἡλικία καὶ μνησίκακος Gal.19.489. II somewhat salt, ὕδατα v.l. for ὑφαλυκά, Hp.Aër.3.
Greek (Liddell-Scott)
ὕφᾰλος: -ον, (ἅλς) ὁ ὑπὸ τὴν θάλασσαν, ὕφ. Ἔρεβος, τὸ σκότος τῆς ἀβύσσου, Σοφ. Ἀντιγ. 589· ὕφ. πέτρα Ἀνθ. Παλατ. 11. 390, Αἰλ., κλπ.· νῆσος Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 10. 1· τὸ ὕφαλον, τὰ κατώτερα ὕδατα, Στράβ. 51· τὰ ὕφαλα τῆς νεώς, τὰ μέρη τὰ ὑπὸ τὸ ὕδωρ, ἀντίθετ. τῷ τὰ ἔξαλα, Λουκ. Ζεὺς Τραγ. 47· ― ὕφ. πληγαί, τραύματα, βλάβαι τοῦ πλοίου κατὰ τὰ ὑπὸ τὸ ὕδωρ μέρη, Πολύβ. 16. 3, 2., 4. 12. 2) μεταφορ., ὕπουλος, δόλιος, ἐπὶ ἀνθρώπων, «ὕφαλοι· αἱ ὑπὸ τὴν θάλασσαν κεκρυμμέναι πέτραι· ὅθεν καὶ ὕφαλος ἄνθρωπος λέγεται ὁ κεκρυμμένος καὶ πανοῦργος» Ἐτυμολ. Μέγ. 785, 44· «οὐχ ἁπλοῦν γένος εὑρίσκω τοὺς Ἀρμενίους, ἀλλὰ κρυπτόν τι καὶ ὕφαλον» Γρηγ. Ναζ. Λόγ. 29, σ. 328C, κλπ. ΙΙ. ὀλίγον τι ἁλμυρός, ὕδατα Ἱππ. π. Ἀέρ. 281.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est sous la mer, caché sous la mer ; τὰ ὕφαλα LUC partie du navire qui se trouve sous l’eau, œuvres vives.
Étymologie: ὑπό, ἅλς¹.
Greek Monotonic
ὕφᾰλος: -ον (ἅλς), υποθαλάσσιος, ὕφαλος Ἔρεβος, το σκοτάδι της αβύσσου, σε Σοφ.· τὸ ὕφαλον, τα κατώτερα ύδατα, σε Στράβ.
Russian (Dvoretsky)
ὕφᾰλος: находящийся под поверхностью моря, подводный (ἔρεβος Soph.; νῆσος Luc.; πέτρα Anth.): ὕφαλα τραύματα или πληγαί Polyb. повреждения подводных частей корабля - см. тж. ὕφαλα.
Middle Liddell
ὕφ-ᾰλος, ον, [ἅλς]
under the sea, ὕφ. Ἔρεβος the darkness of the deep, Soph.; τὸ ὕφαλον the lower waters, Strab.