εἰσηγητής: Difference between revisions

From LSJ

τί δὲ βλέπεις τὸ κάρφος τὸ ἐν τῷ ὀφθαλμῷ τοῦ ἀδελφοῦ σου, τὴν δὲ ἐν τῷ σῷ ὀφθαλμῷ δοκὸν οὐ κατανοεῖς → why do you look at the speck of sawdust in your brother's eye and pay no attention to the plank in your own eye | and why beholdest thou the mote that is in thy brother's eye, but considerest not the beam that is in thine own eye | why do you see the speck that is in your brother's eye, but don't consider the beam that is in your own eye

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἐσ- Th.8.48<br /><b class="num">1</b> [[inductor]], [[instigador]] c. gen. τῶν κακῶν τῷ δήμῳ Th.l.c., μοχθηρῶν ... ἐθῶν Lycurg.<i>Fr</i>.63, cf. Aeschin.1.172, τοῦ τολμήματος I.<i>AI</i> 17.157, τῆς πρὸς [[ἀλλήλους]] φιλίας D.C.46.28.2, cf. 52.41.2.<br /><b class="num">2</b> [[introductor]], [[fundador]], [[iniciador]] c. gen. καλῶν ἔργων εἰ. ... θεός D.S.2.38, τοῦτων el canto y el baile por parte de Sileno, D.S.4.4.3, cf. I.<i>Ap</i>.293, <i>Corp.Herm.Fr</i>.23.68, τοῦ σιτωνικοῦ ταμιείου <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.3504.2 (I a./d.C.), (τῶν σκωμμάτων) Luc.<i>Nau</i>.19, τοῦ δόγματος Plu.2.620b, cf. Origenes <i>Princ</i>.4.1.1, c. gen. y dat. de pers. ἀρίστων ἡμῖν μαθημάτων εἰ. Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.27.17.<br /><b class="num">3</b> [[consejero]], [[inspirador]] de un [[político]], un [[rey]], etc. τῶν πολλῶν εἰ. ... τῷ Περικλεῖ consejero de Pericles en la mayoría de las cosas</i> Arist.<i>Ath</i>.27.4, cf. D.S.1.73, τῆς ... προαιρήσεως εἰ. τῇ πόλει ἐγένετο Hyp.<i>Epit</i>.3, ἐπιτηδευμάτων ὠφελίμων de Solón, Luc.<i>Anach</i>.14, (βασιλεύς) νόμων ... ἀνομίας ἐστὶν εἰ. Ph.1.103, cf. 2.281.<br /><b class="num">4</b> en el Egipto rom. [[proponente]] ante el senado local de resoluciones o candidatos a cubrir puestos <i>POxy</i>.1416.1, <i>Stud.Pal</i>.20.60.17, <i>SB</i> 10734.8 (todos III d.C.), <i>POxy</i>.3187.11 (III/IV d.C.).
|dgtxt=-οῦ, ὁ<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> ἐσ- Th.8.48<br /><b class="num">1</b> [[inductor]], [[instigador]] c. gen. τῶν κακῶν τῷ δήμῳ Th.l.c., μοχθηρῶν ... ἐθῶν Lycurg.<i>Fr</i>.63, cf. Aeschin.1.172, τοῦ τολμήματος I.<i>AI</i> 17.157, τῆς πρὸς [[ἀλλήλους]] φιλίας D.C.46.28.2, cf. 52.41.2.<br /><b class="num">2</b> [[introductor]], [[fundador]], [[iniciador]] c. gen. καλῶν ἔργων εἰ. ... θεός D.S.2.38, τοῦτων el canto y el baile por parte de Sileno, D.S.4.4.3, cf. I.<i>Ap</i>.293, <i>Corp.Herm.Fr</i>.23.68, τοῦ σιτωνικοῦ ταμιείου <i>IG</i> 2<sup>2</sup>.3504.2 (I a./d.C.), (τῶν σκωμμάτων) Luc.<i>Nau</i>.19, τοῦ δόγματος Plu.2.620b, cf. Origenes <i>Princ</i>.4.1.1, c. gen. y dat. de pers. ἀρίστων ἡμῖν μαθημάτων εἰ. Cyr.Al.<i>Luc</i>.1.27.17.<br /><b class="num">3</b> [[consejero]], [[inspirador]] de un [[político]], un [[rey]], etc. τῶν πολλῶν εἰ. ... τῷ Περικλεῖ consejero de Pericles en la mayoría de las cosas</i> Arist.<i>Ath</i>.27.4, cf. D.S.1.73, τῆς ... προαιρήσεως εἰ. τῇ πόλει ἐγένετο Hyp.<i>Epit</i>.3, ἐπιτηδευμάτων ὠφελίμων de Solón, Luc.<i>Anach</i>.14, (βασιλεύς) νόμων ... ἀνομίας ἐστὶν εἰ. Ph.1.103, cf. 2.281.<br /><b class="num">4</b> en el Egipto rom. [[proponente]] ante el senado local de resoluciones o candidatos a cubrir puestos <i>POxy</i>.1416.1, <i>Stud.Pal</i>.20.60.17, <i>SB</i> 10734.8 (todos III d.C.), <i>POxy</i>.3187.11 (III/IV d.C.).
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:59, 20 July 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσηγητής Medium diacritics: εἰσηγητής Low diacritics: εισηγητής Capitals: ΕΙΣΗΓΗΤΗΣ
Transliteration A: eisēgētḗs Transliteration B: eisēgētēs Transliteration C: eisigitis Beta Code: ei)shghth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A one who brings in, author, τῶν κακῶν τῷ δήμῳ Th.8.48, cf. Hyp.Epit.3, Arist.Ath.27.4, Aeschin.1.172, Ph. 1.103, al., Luc.Anach.14, etc.

German (Pape)

[Seite 743] ὁ, der Einführer; ἐπιτηδευμάτων Luc. Anach. 14; der Veranlasser, Urheber, κακῶν Thuc. 8, 48; τοιούτων ἔργων καὶ διδάσκαλος Aesch. 1, 172; καὶ σύμβουλος Plut. educ. lib. 14.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσηγητής: -οῦ, ὁ, ὁ εἰσηγούμενος, προτείνων, αἴτιος, κακῶν τινι Θουκ. 8. 48· πρβλ. Αἰσχίν. 24. 29, κτλ.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
anc. att. ἐσηγητής;
qui introduit, qui est la cause de, auteur.
Étymologie: εἰσηγέομαι.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
• Alolema(s): ἐσ- Th.8.48
1 inductor, instigador c. gen. τῶν κακῶν τῷ δήμῳ Th.l.c., μοχθηρῶν ... ἐθῶν Lycurg.Fr.63, cf. Aeschin.1.172, τοῦ τολμήματος I.AI 17.157, τῆς πρὸς ἀλλήλους φιλίας D.C.46.28.2, cf. 52.41.2.
2 introductor, fundador, iniciador c. gen. καλῶν ἔργων εἰ. ... θεός D.S.2.38, τοῦτων el canto y el baile por parte de Sileno, D.S.4.4.3, cf. I.Ap.293, Corp.Herm.Fr.23.68, τοῦ σιτωνικοῦ ταμιείου IG 22.3504.2 (I a./d.C.), (τῶν σκωμμάτων) Luc.Nau.19, τοῦ δόγματος Plu.2.620b, cf. Origenes Princ.4.1.1, c. gen. y dat. de pers. ἀρίστων ἡμῖν μαθημάτων εἰ. Cyr.Al.Luc.1.27.17.
3 consejero, inspirador de un político, un rey, etc. τῶν πολλῶν εἰ. ... τῷ Περικλεῖ consejero de Pericles en la mayoría de las cosas Arist.Ath.27.4, cf. D.S.1.73, τῆς ... προαιρήσεως εἰ. τῇ πόλει ἐγένετο Hyp.Epit.3, ἐπιτηδευμάτων ὠφελίμων de Solón, Luc.Anach.14, (βασιλεύς) νόμων ... ἀνομίας ἐστὶν εἰ. Ph.1.103, cf. 2.281.
4 en el Egipto rom. proponente ante el senado local de resoluciones o candidatos a cubrir puestos POxy.1416.1, Stud.Pal.20.60.17, SB 10734.8 (todos III d.C.), POxy.3187.11 (III/IV d.C.).

Greek Monolingual

ο (θηλ. εισηγήτρια, η) (AM εἰσηγητής)
αυτός που υποβάλλει ή διατυπώνει γραπτή ή προφορική εισήγηση για κάποιο θέμα
νεοελλ.
1. αυτός που εισάγει προς συζήτηση νομοθέτημα, πρόταση, σχέδιο αποφάσεως κ.λπ. στη βουλή, σε σύλλογο, συμβούλιο, σωματείο κ.λπ.
2. ο δικαστής, μέλος πολυμελούς δικαστηρίου, στον οποίο χρεώνεται δικογραφία να τή μελετήσει και να συντάξει εισήγηση
3. στρατιωτικός δικαστικός σύμβουλος που εκτελεί χρέη τακτικού ανακριτή
4. βαθμός της υπαλληλικής ιεραρχίας μεταξύ γραμματέως α' τάξεως και τμηματάρχη β' τάξεως
αρχ.
1. πρωτεργάτης, πρωταίτιος
2. αυτός που πρώτος εισάγει ή καθιερώνει κάτι.

Greek Monotonic

εἰσηγητής: -οῦ, ὁ, αυτός που εισάγει, εισηγητής, πρωταίτιος, κακῶν, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

εἰσηγητής: староатт. ἐσηγητής, οῦ ὁ зачинщик, зачинатель, виновник (κακῶν Thuc.; τοιούτων ἔργων Aeschin.; μοχθηρῶν ἐθῶν Plut.; ἐπιτηδευμάτων Luc.).

Middle Liddell

εἰσηγητής, οῦ, [from εἰσηγέομαι
one who brings in, a mover, author, κακῶν Thuc.

English (Woodhouse)

initiator, instigator, introducer, prime mover

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)