κατεγγύη: Difference between revisions

From LSJ

κινδυνεύει μὲν γὰρ ἡμῶν οὐδέτερος οὐδὲν καλὸν κἀγαθὸν εἰδέναι, ἀλλ᾽ οὗτος μὲν οἴεταί τι εἰδέναι οὐκ εἰδώς, ἐγὼ δέ, ὥσπερ οὖν οὐκ οἶδα, οὐδὲ οἴομαι· ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι. → for neither of us appears to know anything great and good; but he fancies he knows something, although he knows nothing; whereas I, as I do not know anything, so I do not fancy I do. In this trifling particular, then, I appear to be wiser than he, because I do not fancy I know what I do not know.

Source
m (Text replacement - "εῑν " to "εῖν ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4 $5")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατεγγύη:''' ἡ порука, залог, гарантия Dem.
|elrutext='''κατεγγύη:''' ἡ [[порука]], [[залог]], [[гарантия]] Dem.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κατ-εγγύη, ἡ,<br />[[bail]] or [[security]] given, Dem.
|mdlsjtxt=κατ-εγγύη, ἡ,<br />[[bail]] or [[security]] given, Dem.
}}
}}

Revision as of 11:01, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατεγγῠη Medium diacritics: κατεγγύη Low diacritics: κατεγγύη Capitals: ΚΑΤΕΓΓΥΗ
Transliteration A: katengýē Transliteration B: katengyē Transliteration C: kateggyi Beta Code: kateggu/h

English (LSJ)

ἡ, A giving of security, D.25.60.

German (Pape)

[Seite 1393] ἡ, die Verbürgung, Bürgschaft, ἐμπεσόντος εἰς τὸ δεσμωτήριον ἀνθρώπου πρὸς κατεγγύην Dem. 25, 60, weil er keine Bürgschaft stellen konnte.

Greek (Liddell-Scott)

κατεγγύη: ἡ, ἡ ἐγγύησιςἀσφάλεια, ἐμπεσόντος εἰς τὸ δεσμωτήριον πρὸς κατεγγύην (διότι δὲν ἠδύνατο τὴν ἀπαιτουμένην ἐγγύησιν ὐπὲρ τῆς δίκης νὰ δώσῃ) Δημ. 788. 18.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
cautionnement, caution.
Étymologie: κατά, ἐγγύη.

Greek Monolingual

κατεγγύη, ἡ (Α)
εγγύηση, εγγυοδοσία, και ειδ. η εγγύηση που, κατά το αττ. δίκαιο, ήταν υποχρεωμένος ο κατηγορούμενος να δώσει, για να είναι εξασφαλισμένη η πολιτεία ότι αυτός θα πλήρωνε το πρόστιμο, αν καταδικαζόταν («πρὶν γὰρ ἐξελθεῖν ἐκ τοῦ δεσμωτηρίου, ἐμπεσόντος ἀνθρώπου τινός... πρὸς κατεγγύην», Δημοσθ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἐγγύη «εγγύηση». Κατ' άλλη άποψη όμως υποχωρητικά < κατεγγυῶ (βλ. λ. εγγύη)].

Greek Monotonic

κατεγγύη: ἡ, εγγύηση ή ενέχυρο που αποδίδεται, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

κατεγγύη:порука, залог, гарантия Dem.

Middle Liddell

κατ-εγγύη, ἡ,
bail or security given, Dem.