ἤγουν: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)

Source
m (Text replacement - "οῡν" to "οῦν ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - " , " to ", ")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=(AM [[ἤγουν]], Μ και διαλ. τ. ἤγου, ἤγουμε, ἠγοῦν
|mltxt=(AM [[ἤγουν]], Μ και διαλ. τ. ἤγου, ἤγουμε, ἠγοῦν, ἤουν)<br /><b>(σύνδ.)</b> [[δηλαδή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(σύνδ.)</b> ή [[μάλλον]]<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> <b>πάπ.</b> ή εν πάση περιπτώσει<br /><b>3.</b> <b>πάπ.</b> <b>(σύνδ.)</b> ή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἡ γε ουν</i>].
, ἤουν)<br /><b>(σύνδ.)</b> [[δηλαδή]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> <b>(σύνδ.)</b> ή [[μάλλον]]<br /><b>2.</b> <b>επίρρ.</b> <b>πάπ.</b> ή εν πάση περιπτώσει<br /><b>3.</b> <b>πάπ.</b> <b>(σύνδ.)</b> ή.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἡ γε ουν</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 17:12, 27 March 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἤγουν Medium diacritics: ἤγουν Low diacritics: ήγουν Capitals: ΗΓΟΥΝ
Transliteration A: ḗgoun Transliteration B: ēgoun Transliteration C: igoun Beta Code: h)/goun

English (LSJ)

Conj., (ἤ γε οὖν) A that is to say, or rather, to define a word more correctly, freq. in glosses, cf. Eust.50.15, Lyd.Mens.4.23, etc.: sts. introduced into the text, κακὰ πάντα [ἤγουν τήν τε ἀπεψίην] καί . . Hp.Acut. (Sp.) 49 (ii 491 L.); διὰ ξηρότητα [ἤγουν χαυνότητα] τῆς γῆς X.Oec.19.11: in late Prose, or at any rate, PMasp.328 i 20 (vi A.D.), al.: generally, or, POxy.941.5 (vi A.D.).

German (Pape)

[Seite 1152] d. i. ἤ γε οὖν, oder wenigstens, oder eigentlich; Hippocr.; διὰ ξηρότητα ἤγουν χαυνότητα τῆς γῆς Xen. Oec. 19, 11; so bes. bei Schol. u. Gramm. in Worterklärungen, "das ist", "das heißt", "nämlich".

Greek (Liddell-Scott)

ἤγουν: σύνδεσμ. (ἤ γε οὖν) = δηλαδή, ἢ μᾶλλον..., χρησιμεύων ὅπως ὁρίσῃ λέξιν τινὰ ὀρθότερον, κακὰ πάντα, ἤγουν τήν τε ἀπεψίην καὶ..., Ἱππ. 404. 46· διὰ ξηρότητα, ἤγουν χαυνότητα, τῆς γῆς Ξεν. Οἰκ. 19. 11.

French (Bailly abrégé)

conj.
ou, ou bien, ou peut-être, c’est-à-dire.
Étymologie: ἤ, γοῦν.

Greek Monolingual

(AM ἤγουν, Μ και διαλ. τ. ἤγου, ἤγουμε, ἠγοῦν, ἤουν)
(σύνδ.) δηλαδή
αρχ.
1. (σύνδ.) ή μάλλον
2. επίρρ. πάπ. ή εν πάση περιπτώσει
3. πάπ. (σύνδ.) ή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἡ γε ουν].

Greek Monotonic

ἤγουν: σύνδεσμος (ἤ γε οὖν), δηλαδή, ή μάλλον, τύπος που χρησιμεύει για να ορίσει με περισσότερη ακρίβεια, ορθότητα μια λέξη, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἤγουν: [ἤ + γε + οὖν или же, или пожалуй, собственно говоря, вернее: ξηρότης, ἤ. χαυνότης τῆς γῆς Xen. сухость, вернее, рыхлость почвы.

Middle Liddell

[ἤ γε οὖν]
that is to say, or rather, to define a word more correctly, Xen.