σκοταῖος: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=skotaios | |Transliteration C=skotaios | ||
|Beta Code=skotai=os | |Beta Code=skotai=os | ||
|Definition=α, ον, also ος, ον <span class="bibl">D.S.3.48</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Fab.</span>7</span>:—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[in the dark]], joined with a Verb, of persons, </span><span class="sense"><span class="bld">1</span> before morning, ἐλείπετο τῆς νυκτὸς ὅσον σκοταίους διελθεῖν τὸ πεδίον <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>4.1.5</span>, cf. <span class="bibl">10</span>; ἔτι σ. παρῆλθεν <span class="bibl">Id.<span class="title">HG</span>4.5.18</span>; or, </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> after nightfall, ἤδη σ. ἀναγαγών <span class="bibl">Id.<span class="title">Cyr.</span>7.1.45</span>; σκοταῖοι προσιόντες <span class="bibl">Id.<span class="title">An.</span>2.2.17</span>: cf. [[κνεφαῖος]]. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of things, [[dark]], χωρίον <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.11</span>; [[νύξ]] D.S.l.c.; [[ἐνέδραι]] [[in the dark]], Plu. l.c.</span> | |Definition=α, ον, also ος, ον <span class="bibl">D.S.3.48</span>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Fab.</span>7</span>:—<span class="sense"><span class="bld">A</span> [[in the dark]], joined with a Verb, of persons, </span><span class="sense"><span class="bld">1</span> before morning, ἐλείπετο τῆς νυκτὸς ὅσον σκοταίους διελθεῖν τὸ πεδίον <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>4.1.5</span>, cf. <span class="bibl">10</span>; ἔτι σ. παρῆλθεν <span class="bibl">Id.<span class="title">HG</span>4.5.18</span>; or, </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> after nightfall, ἤδη σ. ἀναγαγών <span class="bibl">Id.<span class="title">Cyr.</span>7.1.45</span>; σκοταῖοι προσιόντες <span class="bibl">Id.<span class="title">An.</span>2.2.17</span>: cf. [[κνεφαῖος]]. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> of things, [[dark]], χωρίον <span class="bibl">Hp.<span class="title">Mul.</span>1.11</span>; [[νύξ]] D.S.l.c.; [[ἐνέδραι]] [[in the dark]], Plu. [[l.c.]]</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 11:25, 15 August 2022
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον D.S.3.48, Plu.Fab.7:—A in the dark, joined with a Verb, of persons, 1 before morning, ἐλείπετο τῆς νυκτὸς ὅσον σκοταίους διελθεῖν τὸ πεδίον X.An.4.1.5, cf. 10; ἔτι σ. παρῆλθεν Id.HG4.5.18; or, 2 after nightfall, ἤδη σ. ἀναγαγών Id.Cyr.7.1.45; σκοταῖοι προσιόντες Id.An.2.2.17: cf. κνεφαῖος. II of things, dark, χωρίον Hp.Mul.1.11; νύξ D.S.l.c.; ἐνέδραι in the dark, Plu. l.c.
German (Pape)
[Seite 905] finster, dunkel; σκοταῖος ἦλθε, er kam mit einbrechender Finsterniß, Xen. Cyr. 7, 1, 45 An. 2, 2, 17, wo Krüger zu vergleichen; Sp., wie Plut. Ages. 22.
Greek (Liddell-Scott)
σκοταῖος: -α, -ον, καὶ παρὰ Διοδ. καὶ Πλουτ. ος, ον· (σκότος)· - ὁ ἐν σκότει ὢν ἢ γινόμενος· συνάπτεται μετὰ ῥήματος, ἐπὶ προσώπων, 1) ὁ πρὸ τῆς πρωΐας, ἔτι ἐν τῷ σκότει τῆς νυκτός, ἐλείπετο τῆς νυκτὸς ὅσον σκοταίους διελθεῖν τὸ πεδίον Ξεν. Ἀν. 4. 1, 5, πρβλ. 10· ἔτι σκ. παρῆλθεν ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 4. 5, 18· ἢ, 2) ὁ μετὰ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου καὶ τὴν ἀρχὴν τῆς νυκτός, ὑπὸ τὸ σκότος τῆς νυκτός, ἤδη σκ. ἀναγαγὼν ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 7. 1, 45· σκοταῖοι προσιόντες ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 2. 2, 17· πρβλ. κνεφαῖος. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, ἀμαυρός, σκοτεινός, νὺξ Διόδ. 3. 48· ἐνέδραι Πλουτ. Φάβ. 7, Ἡσύχ. - Πρβλ. σκοτιαῖος.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 ténébreux, obscur;
2 avec un n. de pers. qui fait qch dans l’obscurité : σκοταῖος παρῆλθεν XÉN il arriva à la nuit.
Étymologie: σκότος.
Greek Monolingual
και σκοτιαῖος, -αία, -ον, θηλ. και -ος, Α
1. αυτός που βρίσκεται ή γίνεται στο σκοτάδι (α. «ἐλείπετο τῆς νυκτὸς ὅσον σκοταίους διελθεῖν τὸ πεδίον», Ξεν.
β. «ἐνέδρας δὲ δεδιὼς σκοταίους», Πλούτ.)
2. αυτός που γίνεται στη διάρκεια της νύχτας, πριν από το πρωί
3. αυτός που γίνεται μετά τη δύση του ηλίου και στην αρχή της νύχτας («ὁ Κῡρος ἤδη σκοταῖος ἀναγαγών», Ξεν.)
4. (για πράγματα) σκοτεινός, μαύρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + κατάλ. -(ι)αῖος κατά το κνεφαῖος.
Greek Monotonic
σκοταῖος: -α, -ον και -ος, -ον (σκότος),
I. αυτός που βρίσκεται ή συμβαίνει στο σκοτάδι, δηλ. πριν την αυγή και μετά την εσπέρα, σκοτεινός, βυθισμένος στο σκοτάδι, σε Ξεν.
II. λέγεται για πράγματα, σκούρος, σκοτεινός, σκοτεινιασμένος, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
σκοταῖος: 3, реже
1) темный (νύξ Diod.): ἐνέδραι σκοταῖοι Plut. ночные засады;
2) (при глаголах движения) окутанный тьмой, т. е. в ночное время: σκοταίους διελθεῖν τὸ πεδίον Xen. пройти равнину под покровом ночи; σκοταῖοι προσίοντες Xen. прибывающие по наступлении ночи; σ. παρῆλθεν Xen. он прибыл ночью.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σκοταῖος -ον en -ος -η -ον [σκότος] in het donker:; ἐνέδραι σ. hinderlagen in het donker Plut. Fab. 7.1; vaak pred.. παρὰ δὲ Μαντίνειαν ἔτι σκοταῖος παρῆλθεν nog in het donker passeerde hij Mantinea Xen. Hell. 4.5.18.
Middle Liddell
σκοταῖος, η, ον σκότος
I. in the dark, i.e. before daybreak or after nightfall, Xen.
II. of things, dark, obscure, Plut.