λάχανο: Difference between revisions

From LSJ

ὦ ἀδελφέ, τοῦτόν γε μήτε κακῶς ποιοίης μήτε τούτῳ τῷ τρόπῳ βλάπτοις κλέπτων τὰ χρήματα → Brother, you should neither do this man bad nor harm him in this way, i.e. by stealing his money/stuff

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[λάχανον]])<br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τα λάχανα</i><br />τα εδώδιμα χορταρικά που καλλιεργούνται σε κήπους, τα κηπευτικά, τα ζαρζαβατικά («καὶ βολβοὺς καὶ λάχανα... ἑψήσονται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «άγρια λάχανα» — τα αυτοφυή χορταρικά που συλλέγονται από τους αγρούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> α) [[κοινή]] [[ονομασία]] λαχανικού και νομευτικού φυτού, του οποίου οι διάφορες μορφές αναπτύχθηκαν [[μετά]] από μακροχρόνια [[καλλιέργεια]] από τη λαχανώδη βράσσικα της οικογένειας βρασσικίδες<br />β) [[κοινή]] [[ονομασία]] του κεφαλωτού λαχάνου, της [[ποικιλίας]] Brassica oleracea var. capitata<br /><b>2.</b> <b>(ιδιωμ.)</b> [[πορτοφόλι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «εγώ δεν [[τρώω]] λάχανα» — δεν [[είμαι]] [[ανόητος]], για να μέ εξαπατήσουν<br />β) «σπουδαία τα λάχανα» — λέγεται ειρωνικά για ασήμαντα πράγματα<br />γ) «τον έφαγε [[λάχανο]]» — τον εξαπάτησε ή τον σκότωσε άδοξα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ λάχανα</i><br />[[λαχαναγορά]], [[λαχανοπάζαρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[λαχαίνω]] και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ανον</i> ([[πρβλ]]. <i>λείψ</i>-<i>ανον</i>, <i>πήγ</i>-<i>ανον</i>).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λαχανάς]], [[λαχανικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λαχανάριον]], [[λαχανεύς]], [[λαχανεύω]], [[λαχανηρός]], [[λαχανίδιον]], [[λαχανίζω]], [[λαχάνιος]], [[λαχανίτης]], [[λαχανώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λαχάνιον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λαχάνη]], [[λαχανίτσιν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λαχανάκι]], [[λαχανής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λαχανοειδής]], [[λαχανοπώλης]], [[λαχανοφαγία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λαχανηλόγος]], [[λαχανηφόρος]], [[λαχανοθήκη]], [[λαχανόπτερος]], [[λαχανόσπερμον]] <b>αρχ.-μσν.</b> [[λαχανοπράτης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λαχανοκομώ]], [[λαχανοκοπικός]], [[λαχανοπροβάλλω]], [[λαχανωνυμία]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λαχανόγουλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λαχαναγορά]], [[λαχανάλμη]], [[λαχανόζουμο]], [[λαχανόκηπος]], [[λαχανοκόμος]], [[λαχανοντολμάς]], [[λαχανοπάζαρο]], [[λαχανόπιτα]], [[λαχανόρυζο]], [[λαχανόσπορος]], [[λαχανοφάγος]], [[λαχανόφυλλο]], [[λαχανοφυτεία]], [[λαχανόφυτος]], [[λαχανόχρους]]. (Β' συνθετικό) <i>αγριολάχανον</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ιντυβολάχανον]], [[κηπολάχανον]], [[κοκκολάχανον]], [[λεπτολάχανον]], [[παλλάχανον]], [[χρυσολάχανον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>βρομολάχανο</i>, [[ζουρλολάχανο]], [[κουφολάχανο]], [[κραμπολάχανο]], [[μαυρολάχανο]], [[μοσκολάχανο]], [[σκυλολάχανο]], [[φοινικολάχανο]]].
|mltxt=το (AM [[λάχανον]])<br /><b>1.</b> <b>συν. στον πληθ.</b> <i>τα λάχανα</i><br />τα εδώδιμα χορταρικά που καλλιεργούνται σε κήπους, τα κηπευτικά, τα ζαρζαβατικά («καὶ βολβοὺς καὶ λάχανα... ἑψήσονται», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «άγρια λάχανα» — τα αυτοφυή χορταρικά που συλλέγονται από τους αγρούς<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> α) [[κοινή]] [[ονομασία]] λαχανικού και νομευτικού φυτού, του οποίου οι διάφορες μορφές αναπτύχθηκαν [[μετά]] από μακροχρόνια [[καλλιέργεια]] από τη λαχανώδη βράσσικα της οικογένειας βρασσικίδες<br />β) [[κοινή]] [[ονομασία]] του κεφαλωτού λαχάνου, της [[ποικιλίας]] Brassica oleracea var. capitata<br /><b>2.</b> <b>(ιδιωμ.)</b> [[πορτοφόλι]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «εγώ δεν [[τρώω]] λάχανα» — δεν [[είμαι]] [[ανόητος]], για να μέ εξαπατήσουν<br />β) «σπουδαία τα λάχανα» — λέγεται ειρωνικά για ασήμαντα πράγματα<br />γ) «τον έφαγε [[λάχανο]]» — τον εξαπάτησε ή τον σκότωσε άδοξα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ λάχανα</i><br />[[λαχαναγορά]], [[λαχανοπάζαρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> Η λ. συνδέεται με τον τ. [[λαχαίνω]] και εμφανίζει [[επίθημα]] -<i>ανον</i> ([[πρβλ]]. [[λείψανον]], [[πήγανον]]).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> [[λαχανάς]], [[λαχανικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λαχανάριον]], [[λαχανεύς]], [[λαχανεύω]], [[λαχανηρός]], [[λαχανίδιον]], [[λαχανίζω]], [[λαχάνιος]], [[λαχανίτης]], [[λαχανώδης]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />[[λαχάνιον]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λαχάνη]], [[λαχανίτσιν]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λαχανάκι]], [[λαχανής]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[λαχανοειδής]], [[λαχανοπώλης]], [[λαχανοφαγία]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[λαχανηλόγος]], [[λαχανηφόρος]], [[λαχανοθήκη]], [[λαχανόπτερος]], [[λαχανόσπερμον]] <b>αρχ.-μσν.</b> [[λαχανοπράτης]]<br /><b>μσν.</b><br />[[λαχανοκομώ]], [[λαχανοκοπικός]], [[λαχανοπροβάλλω]], [[λαχανωνυμία]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[λαχανόγουλο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[λαχαναγορά]], [[λαχανάλμη]], [[λαχανόζουμο]], [[λαχανόκηπος]], [[λαχανοκόμος]], [[λαχανοντολμάς]], [[λαχανοπάζαρο]], [[λαχανόπιτα]], [[λαχανόρυζο]], [[λαχανόσπορος]], [[λαχανοφάγος]], [[λαχανόφυλλο]], [[λαχανοφυτεία]], [[λαχανόφυτος]], [[λαχανόχρους]]. (Β' συνθετικό) <i>αγριολάχανον</i><br /><b>αρχ.</b><br />[[ιντυβολάχανον]], [[κηπολάχανον]], [[κοκκολάχανον]], [[λεπτολάχανον]], [[παλλάχανον]], [[χρυσολάχανον]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>βρομολάχανο</i>, [[ζουρλολάχανο]], [[κουφολάχανο]], [[κραμπολάχανο]], [[μαυρολάχανο]], [[μοσκολάχανο]], [[σκυλολάχανο]], [[φοινικολάχανο]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (AM λάχανον)
1. συν. στον πληθ. τα λάχανα
τα εδώδιμα χορταρικά που καλλιεργούνται σε κήπους, τα κηπευτικά, τα ζαρζαβατικά («καὶ βολβοὺς καὶ λάχανα... ἑψήσονται», Πλάτ.)
2. φρ. «άγρια λάχανα» — τα αυτοφυή χορταρικά που συλλέγονται από τους αγρούς
νεοελλ.
1. βοτ. α) κοινή ονομασία λαχανικού και νομευτικού φυτού, του οποίου οι διάφορες μορφές αναπτύχθηκαν μετά από μακροχρόνια καλλιέργεια από τη λαχανώδη βράσσικα της οικογένειας βρασσικίδες
β) κοινή ονομασία του κεφαλωτού λαχάνου, της ποικιλίας Brassica oleracea var. capitata
2. (ιδιωμ.) πορτοφόλι
3. φρ. α) «εγώ δεν τρώω λάχανα» — δεν είμαι ανόητος, για να μέ εξαπατήσουν
β) «σπουδαία τα λάχανα» — λέγεται ειρωνικά για ασήμαντα πράγματα
γ) «τον έφαγε λάχανο» — τον εξαπάτησε ή τον σκότωσε άδοξα
αρχ.
στον πληθ. τὰ λάχανα
λαχαναγορά, λαχανοπάζαρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Η λ. συνδέεται με τον τ. λαχαίνω και εμφανίζει επίθημα -ανον (πρβλ. λείψανον, πήγανον).
ΠΑΡ. λαχανάς, λαχανικός
αρχ.
λαχανάριον, λαχανεύς, λαχανεύω, λαχανηρός, λαχανίδιον, λαχανίζω, λαχάνιος, λαχανίτης, λαχανώδης
αρχ.-μσν.
λαχάνιον
μσν.
λαχάνη, λαχανίτσιν
νεοελλ.
λαχανάκι, λαχανής.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) λαχανοειδής, λαχανοπώλης, λαχανοφαγία
αρχ.
λαχανηλόγος, λαχανηφόρος, λαχανοθήκη, λαχανόπτερος, λαχανόσπερμον αρχ.-μσν. λαχανοπράτης
μσν.
λαχανοκομώ, λαχανοκοπικός, λαχανοπροβάλλω, λαχανωνυμία
μσν.- νεοελλ.
λαχανόγουλο
νεοελλ.
λαχαναγορά, λαχανάλμη, λαχανόζουμο, λαχανόκηπος, λαχανοκόμος, λαχανοντολμάς, λαχανοπάζαρο, λαχανόπιτα, λαχανόρυζο, λαχανόσπορος, λαχανοφάγος, λαχανόφυλλο, λαχανοφυτεία, λαχανόφυτος, λαχανόχρους. (Β' συνθετικό) αγριολάχανον
αρχ.
ιντυβολάχανον, κηπολάχανον, κοκκολάχανον, λεπτολάχανον, παλλάχανον, χρυσολάχανον
νεοελλ.
βρομολάχανο, ζουρλολάχανο, κουφολάχανο, κραμπολάχανο, μαυρολάχανο, μοσκολάχανο, σκυλολάχανο, φοινικολάχανο].