ἱππήλατος: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=ippilatos | |Transliteration C=ippilatos | ||
|Beta Code=i(pph/latos | |Beta Code=i(pph/latos | ||
|Definition=ον, | |Definition=ον, [[fit for horsemanship]] or [[driving]], νῆσος <span class="bibl">Od.4.607</span>; γαῖα <span class="bibl">13.242</span>; <b class="b3">ὁδὸς ἱ</b>. [[chariot]]-road, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Rh.Pr.</span>3</span>, <span class="bibl">Poll.9.37</span>; ἱ. οἶδμα <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>20.157</span>; θάλασσα <span class="bibl">Agath.4.29</span>, cf. <span class="bibl">5.11</span>; <b class="b3">ἱ. ἔργον Ἀθήνης</b>, i.e. the Trojan horse, <span class="bibl">Tryph.2</span>; τὸ δι' ἡδονῆς καθάπερ ἱ. τι χωρίον <span class="bibl">Porph.<span class="title">Marc.</span>6</span>. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 10:55, 24 August 2022
English (LSJ)
ον, fit for horsemanship or driving, νῆσος Od.4.607; γαῖα 13.242; ὁδὸς ἱ. chariot-road, Luc.Rh.Pr.3, Poll.9.37; ἱ. οἶδμα Nonn.D.20.157; θάλασσα Agath.4.29, cf. 5.11; ἱ. ἔργον Ἀθήνης, i.e. the Trojan horse, Tryph.2; τὸ δι' ἡδονῆς καθάπερ ἱ. τι χωρίον Porph.Marc.6.
German (Pape)
[Seite 1258] = ἱππηλάσιος, z. B. νῆσος, worauf man fahren od. reiten kann, Od. 4, 607. 13, 242; Sp., ὁδός, Fahrweg, Luc. praec. rhet. 3. – Aber ἔργον ἱππ. nennt Tryph. 2 das trojanische Pferd.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππήλᾰτος: -ον, (ἐλαύνω) ἁρμόδιος πρὸς ἱππασίαν ἢ ἁρματηλασίαν (ὡς τὸ παρὰ πεζογράφοις ἱππάσιμος), οὐ γάρ τις νήσων ἱππήλατος οὐδ’ εὐλείμων Ὀδ. Δ. 607· γαῖα Ν. 242· ὡσαύτως, ὁδὸς ἱππ., ὁδὸς ἁμαξιτός, Λουκ. Ρητόρ. Διδάσκ. 3, Πολυδ. Θ΄, 37· οὕτως, ἱππ. οἶδμα Νόνν. Δ. 20. 157· - ἱππ. ἔργον Ἀθήνης, δηλ. ὁ Δούρειος ἵππος, Τρυφιόδ. 2.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
praticable pour les chevaux.
Étymologie: ἵππος, ἐλαύνω.
English (Autenrieth)
passable with chariots, adapted to driving horses. (Od.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἱππήλατος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που σύρεται από άλογα («ιππήλατα λεωφορεία»)
αρχ.
1. αυτός που διατρέχεται από άλογα, κατάλληλος για ιππασία ή αρματοδρομία («ἱππήλατος ὁδός» — αμαξιτός δρόμος, Λουκιαν.)
2. εύκολος, ευχερής
3. εύκολα προσιτός («τὴν καρδίαν ἱππήλατον τοῖς ἀκαθάρτοις πνεύμασιν», Κύριλλ.)
3. φρ. «ἱππήλατον ἔργον Ἀθήνης» — ο Δούρειος ίππος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο)- + -ήλατος (< ἐλαύνω), πρβλ. θεήλατος, ονήλατος. Το -η- λόγω «εκτάσεως εν συνθέσει].
Greek Monotonic
ἱππήλᾰτος: -ον (ἐλαύνω), κατάλληλος για ιππασία ή αρματηλασία, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ἱππήλᾰτος: Hom., Luc. = ἱππηλάσιος.
Middle Liddell
ἱππ-ήλᾰτος, ον ἐλαύνω
fit for horsemanship or driving, of countries, Od.