πορφυρίς: Difference between revisions

From LSJ

Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance (Hippocrates)

Source
m (Text replacement - "distd. from" to "distinguished from")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0686.png Seite 686]] ἡ, 1) Purpurkleid, -decke, Xen. Cyr. 2, 4, 6. 8, 3, 3 u. Sp., wie Luc. Hermot. 86 Nigr. 13. – 2) ein rother Vogel, von [[πορφυρίων]] verschieden; Ar. Av. 304; vgl. Ibyc. fr. 3 u. Csilim. bei Ath. IX, 388 c.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0686.png Seite 686]] ἡ, 1) Purpurkleid, -decke, Xen. Cyr. 2, 4, 6. 8, 3, 3 u. Sp., wie Luc. Hermot. 86 Nigr. 13. – 2) ein rother Vogel, von [[πορφυρίων]] verschieden; Ar. Av. 304; vgl. Ibyc. fr. 3 u. Csilim. bei Ath. IX, 388 c.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[ἐσθής]];<br />vêtement de pourpre.<br />'''Étymologie:''' [[πορφύρα]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ἁλουργίς]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πορφῠρίς''': -ίδος, ἡ, πορφυροῦν [[ἱμάτιον]] ἢ [[κάλυμμα]], Ξεν. Κύρ. 2. 4. 6· διάφορον τοῦ [[φοινικίς]], 8. 3, 3, Πολυδ. Ζ΄, 55· π. θαλαττία Πολύβ. 39. 1, 2· π. ἐξίτηλοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀληθιναί, Ξεν. Οἰκ. 10, 3· ἡ [[βασίλειος]] π. Ἡρῳδιαν. 1. 5· τὸ φορεῖν πορφυρίδα ἐθεωρεῖτο [[σημεῖον]] τρυφῆς, Ἀθήν. 159D, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10, Νιγρῖν. 13, κτλ. ΙΙ. πτηνὸν ἔχον ἐρυθρὸν τὸ [[χρῶμα]], [[τανύπτερος]] ὡς ὅκα π. Ἴβυκ. 3, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 304, Ἀθήν. 388C-E, καὶ ἴδε [[ἁλιπορφυρίς]]· πρβλ. [[πορφυρίων]].
|lstext='''πορφῠρίς''': -ίδος, ἡ, πορφυροῦν [[ἱμάτιον]] ἢ [[κάλυμμα]], Ξεν. Κύρ. 2. 4. 6· διάφορον τοῦ [[φοινικίς]], 8. 3, 3, Πολυδ. Ζ΄, 55· π. θαλαττία Πολύβ. 39. 1, 2· π. ἐξίτηλοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀληθιναί, Ξεν. Οἰκ. 10, 3· ἡ [[βασίλειος]] π. Ἡρῳδιαν. 1. 5· τὸ φορεῖν πορφυρίδα ἐθεωρεῖτο [[σημεῖον]] τρυφῆς, Ἀθήν. 159D, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10, Νιγρῖν. 13, κτλ. ΙΙ. πτηνὸν ἔχον ἐρυθρὸν τὸ [[χρῶμα]], [[τανύπτερος]] ὡς ὅκα π. Ἴβυκ. 3, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 304, Ἀθήν. 388C-E, καὶ ἴδε [[ἁλιπορφυρίς]]· πρβλ. [[πορφυρίων]].
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[ἐσθής]];<br />vêtement de pourpre.<br />'''Étymologie:''' [[πορφύρα]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[ἁλουργίς]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 07:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφυρίς Medium diacritics: πορφυρίς Low diacritics: πορφυρίς Capitals: ΠΟΡΦΥΡΙΣ
Transliteration A: porphyrís Transliteration B: porphyris Transliteration C: porfyris Beta Code: porfuri/s

English (LSJ)

ίδος, ἡ,
A purple garment or covering, X.Cyr.2.4.6; distinguished from φοινικίς, ib.8.3.3, cf. Poll.7.55; π. θαλαττία Plb.38.7.2; π. ἐξίτηλοι, opp. ἀληθιναί, X.Oec.10.3, cf. Chrysipp.Stoic.3.196, Luc.Hist.Conscr.10, Nigr. 13,etc.
II a purple-coloured bird, τανύπτερος ὡς ὅκα π. Ibyc.4, cf. Ar.Av.304, Call.Fr.100c2.
III = ἄγχουσα, Ps.-Dsc.4.23.
2 = ὠκιμοειδές, ib.28.

German (Pape)

[Seite 686] ἡ, 1) Purpurkleid, -decke, Xen. Cyr. 2, 4, 6. 8, 3, 3 u. Sp., wie Luc. Hermot. 86 Nigr. 13. – 2) ein rother Vogel, von πορφυρίων verschieden; Ar. Av. 304; vgl. Ibyc. fr. 3 u. Csilim. bei Ath. IX, 388 c.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
s.e. ἐσθής;
vêtement de pourpre.
Étymologie: πορφύρα.
Syn. ἁλουργίς.

Greek (Liddell-Scott)

πορφῠρίς: -ίδος, ἡ, πορφυροῦν ἱμάτιονκάλυμμα, Ξεν. Κύρ. 2. 4. 6· διάφορον τοῦ φοινικίς, 8. 3, 3, Πολυδ. Ζ΄, 55· π. θαλαττία Πολύβ. 39. 1, 2· π. ἐξίτηλοι, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἀληθιναί, Ξεν. Οἰκ. 10, 3· ἡ βασίλειος π. Ἡρῳδιαν. 1. 5· τὸ φορεῖν πορφυρίδα ἐθεωρεῖτο σημεῖον τρυφῆς, Ἀθήν. 159D, Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10, Νιγρῖν. 13, κτλ. ΙΙ. πτηνὸν ἔχον ἐρυθρὸν τὸ χρῶμα, τανύπτερος ὡς ὅκα π. Ἴβυκ. 3, πρβλ. Ἀριστοφ. Ὄρν. 304, Ἀθήν. 388C-E, καὶ ἴδε ἁλιπορφυρίς· πρβλ. πορφυρίων.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
1. πορφυρό ένδυμα ή κάλυμμα
2. ονομασία πτηνού («τανύπτερος... πορφυρίς», Ίβοκ.)
3. α) το φυτό άγ
χουσα
β) το φυτό ὠκιμοειδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πορφύρα + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. φοινικ-ίς)].

Greek Monotonic

πορφῠρίς: -ίδος, ἡ (πορφύρα),
I. πορφυρό ένδυμα ή κάλυμμα, σε Ξεν.
II. κοκκινόχρωμο πουλί, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

πορφῠρίς: ίδος (ῐδ) ἡ
1) (sc. ἐσθής) пурпурная одежда, багряница Xen., Polyb., Luc.;
2) (sc. ὄρνις) порфирида (вид красноперой птицы) Arph.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πορφυρίς -ίδος, ἡ [πορφύρα] purperen gewaad. porphyris (een purperkleurige vogel).

Middle Liddell

πορφῠρίς, ίδος, ἡ, πορφύρα
I. a purple garment or covering, Xen.
II. a red-coloured bird, Ar.