σανδάλιον: Difference between revisions
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0860.png Seite 860]] τό, dim. von [[σάνδαλον]]; Her. 2, 91; Luc. Philop. 27 u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0860.png Seite 860]] τό, dim. von [[σάνδαλον]]; Her. 2, 91; Luc. Philop. 27 u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> sandale de bois, fixée par des courroies passant sur le pied, socque;<br /><b>2</b> sorte de poisson.<br />'''Étymologie:''' v. [[σάνδαλον]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σανδάλιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σάνδαλον]], ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 2. 91, Κρατῖν. ἐν «Νόμ.» 10, Κηφισόδ. ἐν «Τροφ.» 2, κτλ. ΙΙ. χειρουργικὸς [[ἐπίδεσμος]], Ὀρειβάσ. 180· [[ὡσαύτως]] σανδάλιος, ὁ, ὁ αὐτ. 84. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σανδάλια· σάνδαλα. γυναικεῖα ὑποδήματα, ἃ καὶ βλαυτία. καὶ ἰατρικὸς [[ἐπίδεσμος]] [[σανδάλιον]]». | |lstext='''σανδάλιον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[σάνδαλον]], ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 2. 91, Κρατῖν. ἐν «Νόμ.» 10, Κηφισόδ. ἐν «Τροφ.» 2, κτλ. ΙΙ. χειρουργικὸς [[ἐπίδεσμος]], Ὀρειβάσ. 180· [[ὡσαύτως]] σανδάλιος, ὁ, ὁ αὐτ. 84. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σανδάλια· σάνδαλα. γυναικεῖα ὑποδήματα, ἃ καὶ βλαυτία. καὶ ἰατρικὸς [[ἐπίδεσμος]] [[σανδάλιον]]». | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles |
Revision as of 08:50, 2 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of σάνδαλον, mostly in plural, A sandals, Hdt. 2.91 (sg.), Cratin.131, Cephisod.4, LXX Jo.9.5. 2 horseshoe, σ. ὀνικά POxy.741.10 (ii A.D.). II a surgical bandage, Heliod. (?)ap.Orib.49.35.3, as v.l. for σανδάλιος, ὁ, which is found also in Heraclas ap. eund.48.4. III v. σάνδαλον ΙΙ.
German (Pape)
[Seite 860] τό, dim. von σάνδαλον; Her. 2, 91; Luc. Philop. 27 u. a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 sandale de bois, fixée par des courroies passant sur le pied, socque;
2 sorte de poisson.
Étymologie: v. σάνδαλον.
Greek (Liddell-Scott)
σανδάλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ σάνδαλον, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 2. 91, Κρατῖν. ἐν «Νόμ.» 10, Κηφισόδ. ἐν «Τροφ.» 2, κτλ. ΙΙ. χειρουργικὸς ἐπίδεσμος, Ὀρειβάσ. 180· ὡσαύτως σανδάλιος, ὁ, ὁ αὐτ. 84. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σανδάλια· σάνδαλα. γυναικεῖα ὑποδήματα, ἃ καὶ βλαυτία. καὶ ἰατρικὸς ἐπίδεσμος σανδάλιον».
Spanish
English (Strong)
neuter of a derivative of sandalon (a "sandal"; of uncertain origin); a slipper or sole-pad: sandal.
English (Thayer)
σανδαλιου, τό (diminutive of σάνδαλον (which is probably a Persian word; cf. Vanicek, Fremdwörter, under the word)), a sandal, a sole made of wood or leather, covering the bottom of the foot and bound on with thongs: Herodotus, Josephus, Diodorus, Aelian, Herodian, others; for נַעַל in Sept. and Josephus σανδάλιον and ὑπόδημα are used indiscriminately; cf. Josephus, b. j. 6,1, 8.)) Cf. Winer s RWB, under the word Schuhe; Roskoff in Schenkel 5:255; (Kamphausen in Riehm, p. 1435ff; B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Sandal; Edersheim, Jesus the Messiah, i. 621).
Greek Monolingual
τὸ, ΜΑ
βλ. σανδάλι.
Greek Monotonic
σανδάλιον: τό, υποκορ. του σάνδαλον, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
σανδάλιον: (δᾰ) τό [demin. к σάνδαλον сандалия Her., Luc., NT.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σανδάλιον -ου, τό [σάνδαλον] sandaal.
Middle Liddell
σανδάλιον, ου, τό, [Dim. of σάνδαλον, Hdt.]
Chinese
原文音譯:sand£lion 山打利按
詞類次數:名詞(2)
原文字根:平板-捆綁
字義溯源:拖鞋,平底無面涼鞋,草鞋,鞋;源自(σανδάλιον)X*=便鞋)
出現次數:總共(2);可(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 鞋(2) 可6:9; 徒12:8