εὐκτικός: Difference between revisions

From LSJ

κοιλία καὶ πολλὰ χωρεῖ κὠλίγα → Ut multa venter accipit, sic paucula → Der Bauch fasst wenig, aber ebenso auch viel

Menander, Monostichoi, 226
m (Text replacement - "" to "ἡ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐκτικός:''' выражающий пожелание: ἡ εὐκτικὴ [[ἔγκλισις]] грам. желательное наклонение, оптатив.
|elrutext='''εὐκτικός:''' [[выражающий пожелание]]: ἡ εὐκτικὴ [[ἔγκλισις]] грам. желательное наклонение, оптатив.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[εὐκτικός]], ή, όν [[εὐκτός]]<br />expressing a [[wish]], [[votive]], Anth.
|mdlsjtxt=[[εὐκτικός]], ή, όν [[εὐκτός]]<br />expressing a [[wish]], [[votive]], Anth.
}}
}}

Revision as of 15:05, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐκτικός Medium diacritics: εὐκτικός Low diacritics: ευκτικός Capitals: ΕΥΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: euktikós Transliteration B: euktikos Transliteration C: efktikos Beta Code: eu)ktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (εὐκτός) A expressing a wish, in Gramm., ἐπίρρημα A.D.Synt.248.6, cf. Ph.1.541: -κή, ἡ (with or without ἔγκλισις), the optative mood, A.D.Synt.245.27, D.T.638.7, etc. Adv. -κῶς in the optative, Suid. s.v. ἀγαπῴην. 2 expressing a prayer or vow: -κόν, τό, utterance in the form of a prayer or wish, Stoic.2.61 (pl.); εὐ. ὕμνοι Men.Rh.p.333 S.: so -κά, τά, Procl.Chr.ap.Phot.Bibl.p.320 B.; but, liturgy, Philostr. V A6.40, S.E.M.8.72. Adv. -κῶς in the form of a prayer, Theon Prog.5.

German (Pape)

[Seite 1064] ή, όν, = εὐέκτης, εὐεκτικά τε καὶ ὑγιῆ σώματα Plat. Legg. III, 684 o; Arist. bezieht Eth. 5, 11 es auf die gymnastischen Uebungen des Körpers; ib. 5, 1 τὸ εὐεκτ. τὸ ποιητικὸν π υκνότητος ἐν τῇ σαρκί wünschend; Sp. bes. ἡ εὐκτική, der Optativ, Gramm., εὐκτικῶς, im Optativ, ibd.

Greek (Liddell-Scott)

εὐκτικός: -ή, -όν, (εὐκτὸς) ἐκφράζων εὐχὴν ἢ ἀνήκων εἰς εὐχήν, ὕμνοι Μένανδρ. ἐν Ρήτορσι (Walz) τ. 9. σ. 139· εὐκτικὰ μέλη Πρόκλ. Χρηστ. σ. 389, 3 Gaisf., πρβλ. Ἀνθ. Π. 1. 118. 2) ἡ εὐκτικὴ ἔγκλισις, Διον. Θρᾷξ 638, κλ. ― τὸ εὐκτικόν, = ἡ εὐκτικὴ ἔγκλισις, Α. Β. 31, 1. ― Ἐπίρρ., -κῶς, ἱκετευτικῶς, Μεθόδ. 49Β, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ. 160Β, κλ. 3) κατ᾿ εὐκτικὴν ἔγκλισιν, Σουΐδ. ἐν λ. ἀγαπῴην.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qui exprime un vœu, votif ; t. de gramm. ἡ εὐκτική (ἔγκλισις) l’optatif.
Étymologie: εὔχομαι.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ εὐκτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που εκφράζει ευχή, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ευχή, ο κατάλληλος για ευχή, ο ευχετικός, ο παρακλητικός (α. «εὐκτικὸ ἐπίρρημα», Απολλ. Δύσκ.
β. «εὐκτικοὶ ὕμνοι», Μέν. Ρήτ.)
2. το θηλ. ως ουσ. η ευκτική (ενν. έγκλιση)
μία από τις εγκλίσεις του ρήματος, στην οποία οι ρηματικοί τύποι σε ανεξάρτητο λόγο δηλώνουν ευχή («εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον»)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει σε όρκο ή σε δέηση («εὐκτικὰ μέλη ἐγράφετο τοῖς αἰτουμένοις», Πρόκλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐκτικόν
α) έκφραση υπό μορφή ευχής ή επιθυμίας
β) η ευκτική έγκλιση
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ εὐκτικά
η λειτουργία.
επίρρ...
ευκτικώς (ΑΜ εὐκτικῶς)
1. με τρόπο που εκφράζει ευχή, υπό τύπο ευχής, με δεήσεις, ικετευτικά
2. σε ευκτική έγκλιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευκ-τός, ρημ. επίθ. του εύχομαι. Ευκτική (ενν. έγκλιση), θηλ. του επιθ. ευκτικός].

Greek Monotonic

εὐκτικός: -ή, -όν (εὐκτός), αυτός που εκφράζει ευχή, αναθηματικός, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

εὐκτικός: выражающий пожелание: ἡ εὐκτικὴ ἔγκλισις грам. желательное наклонение, оптатив.

Middle Liddell

εὐκτικός, ή, όν εὐκτός
expressing a wish, votive, Anth.