πολύχαλκος: Difference between revisions

From LSJ

χρῆσαι κακοῖσι τοῖς ἐμοῖς, εἰ κερδανεῖς → use my shame, if any good

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=πολῠχαλκος
|Full diacritics=πολῠ́χαλκος
|Medium diacritics=πολύχαλκος
|Medium diacritics=πολύχαλκος
|Low diacritics=πολύχαλκος
|Low diacritics=πολύχαλκος
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polychalkos
|Transliteration C=polychalkos
|Beta Code=polu/xalkos
|Beta Code=polu/xalkos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[abounding in copper]] or [[abounding in bronze]], [[πολύχρυσος]] πολύχαλκος, of [[Troy]], <span class="bibl">Il.18.289</span>; of [[Sidon]], <span class="bibl">Od.15.425</span>; of Dolon, <span class="bibl">Il.10.315</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[wrought of bronze]], [[brazen]], [[οὐρανός]] <span class="bibl">5.504</span>, <span class="bibl">Od.3.2</span>; ἄξονες <span class="bibl">Parm.1.18</span>.</span>
|Definition=ον,<br><span class="bld">A</span> [[abounding in copper]] or [[abounding in bronze]], [[πολύχρυσος]] πολύχαλκος, of [[Troy]], Il.18.289; of [[Sidon]], Od.15.425; of [[Dolon]], Il.10.315.<br><span class="bld">II</span> [[wrought of bronze]], [[brazen]], [[οὐρανός]] 5.504, Od.3.2; ἄξονες Parm.1.18.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 14:51, 13 December 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠ́χαλκος Medium diacritics: πολύχαλκος Low diacritics: πολύχαλκος Capitals: ΠΟΛΥΧΑΛΚΟΣ
Transliteration A: polýchalkos Transliteration B: polychalkos Transliteration C: polychalkos Beta Code: polu/xalkos

English (LSJ)

ον,
A abounding in copper or abounding in bronze, πολύχρυσος πολύχαλκος, of Troy, Il.18.289; of Sidon, Od.15.425; of Dolon, Il.10.315.
II wrought of bronze, brazen, οὐρανός 5.504, Od.3.2; ἄξονες Parm.1.18.

German (Pape)

[Seite 676] reich an Erz od. Kupfer; neben πολύχρυσος, von Troja, Il. 18, 289; Σιδών, Od. 15, 425; Δόλων, Il. 10, 315; aber auch οὐρανός, 5, 504 Od. 3, 2, vielleicht weil nach dem ältesten Volksglauben der Himmel ein aus Erz getriebenes Gewölbe war.

Greek (Liddell-Scott)

πολύχαλκος: -ον, ὁ ἔχων πολὺν χαλκὸν ἢ ὀρείχαλκον, πρὶν μὲν γὰρ Πριάμοιο πόλιν μέροπες ἄνθρωποι πάντες μυθέσκοντο πολύχρυσον πολύχαλκον Ἰλ. Σ. 289· ἐπὶ τῆς Σιδῶνος, ἐκ μὲν Σιδῶνος πολυχάλκου εὔχομαι εἶναι Ὀδ. Ο. 425· ἐπὶ τοῦ Δόλωνος, Ἰλ. Κ. 315. ΙΙ. κατεσκευασμένος ἐκ χαλκοῦ, ὅλος χαλκοῦς, στερεός, λίαν ἰσχυρός, οὐρανὸς (ἴδε ἐν λ.). Ἰλ. Ε. 504. Ὀδ. Γ. 2, πρβλ. Παρμεν. 18 Karst.· καλούμενος καὶ σιδήρεος (ἴδε ἐν λ.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 fait ou recouvert de beaucoup de cuivre;
2 abondant en airain ou en cuivre.
Étymologie: πολύς, χαλκός.

English (Autenrieth)

rich in bronze; οὐρανος, all-brazen, fig. epithet, Il. 5.504, Od. 3.2.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. (για τόπο) αυτός που έχει πολύ χαλκό ή ορείχαλκο, ο πλούσιος σε χαλκό
2. αυτός που είναι κατασκευασμένος εξ ολοκλήρου από χαλκό, ολόχαλκος («ἄξονες πολύχαλκοι», Παρμ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + χαλκός (πρβλ. αριστό-χαλκος)].

Greek Monotonic

πολύχαλκος: -ον,·
I. άφθονος σε χαλκό ή ορείχαλκο, σε Όμηρ.
II. κατασκευασμένος από χαλκό, ολόχαλκος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

πολύχαλκος:
1) богатый медью (Πριάμοιο πόλις Hom.);
2) медный или блещущий медью (οὐρανός Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύχαλκος -ον [πολύς, χαλκός] met veel brons, bronzen:. οὐρανὸν ἐς πολύχαλκον naar de bronzen hemel Od. 3.2; ἐκ μὲν Σιδῶνος πολυχάλκου uit Sidon, rijk aan brons Od. 15.425.

Middle Liddell

πολύ-χαλκος, ον,
I. abounding in copper or brass Hom.
II. wrought of brass, all-brasen, Hom.