Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ηδύς: Difference between revisions

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7
m (Text replacement - "εῑπν" to "εῖπν")
m (Text replacement - "εῑα" to "εῖα")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-εία, -ύ (Α [[ἡδύς]], δωρ. τ. [[ἁδύς]], -εῑα, -ύ, στον Όμ. το θηλ. και [[ἡδύς]] [μόνο μία [[φορά]]], ιων. θηλ. ἡδέα, δωρ. θηλ. [[ἁδέα]])<br /><b>1.</b> [[γλυκός]], [[ευχάριστος]] στις αισθήσεις, [[κυρίως]] στη [[γεύση]], στην όσφρηση και στην [[ακοή]] («ἡδύ δεῖπνον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (κατ' επέκτ. και για [[κάθε]] ευχάριστη [[κατάσταση]]) [[απολαυστικός]] («[[ἡδύς]] [[ὕπνος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἡδύ ἐστι» ή «[[είναι]] ηδύ» — [[είναι]] ευχάριστο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[μετά]] τον Όμ.) [[ευάρεστος]], [[ευπρόσδεκτος]], [[εύθυμος]] («ἀλλ' εἰκάσαι μέν, [[ἡδύς]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αφελής]], [[απλοϊκός]], [[ανόητος]] («ὡς [[ἡδύς]] εἶ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[γεμάτος]] [[χαρά]], [[ευχαριστημένος]] («ἡδίους ἔσεσθαι ἀκούσαντες», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἡδύ</i><br />η [[γλυκύτητα]], η [[ομορφιά]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἡδέα</i><br />οι ηδονές, οι απολαύσεις<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἡδύ</i><br />α) [[γλυκά]]<br />β) ηδονικά, ευχάριστα<br /><b>7.</b> (το υπερθ. ως προσφών.) <i>ὦ ἥδιστε</i><br />γλυκύτατε, γλυκέ μου άνθρωπε. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ηδέως</i> (AM [[ἡδέως]])<br />με [[ευχαρίστηση]], με [[προθυμία]], ευχαρίστως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α. «[[ἡδέως]] ἔχω» — [[είμαι]] [[ευχάριστος]]<br />β. «[[ἡδέως]] ἔχω τι» — αρκούμαι σε [[κάτι]], [[είμαι]] [[ευχαριστημένος]]<br />γ. «[[ἡδέως]] ἔχω [[πρός]] τινα» ή «[[ἡδέως]] ἔχω τινί» — [[είμαι]] [[καλός]], έχω καλές διαθέσεις [[προς]] κάποιον<br />δ. «[[ἡδέως]] μοί ἐστι» — μέ ευχαριστεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ηδύς]] <span style="color: red;"><</span> <i>Fᾱδύς</i> ταυτίζεται με αρχ. ινδ. <i>sv</i><i>ā</i><i>du</i>-, γαλατ. <i>suadu</i>-<i>r</i><i>ī</i><i>x</i> και ανάγεται σε IE <i>su</i><i>ā</i><i>du</i>-<i>s</i> με την [[ίδια]] σημ. Συνδέεται [[επίσης]] με λατ. <i>su</i><i>ā</i><i>vis</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>suozi</i>, αγγλοσαξ. swēte. Η λ. [[ηδύς]] στον Όμηρο απαντά με σημ. «[[εύγευστος]]», ενώ αργότερα [[κυρίως]] με σημ. «[[γλυκός]]» και «[[ευχάριστος]]». Στις ΙΕ γλώσσες, γενικότερα, λέξεις με σημ. «[[γλυκός]]» χρησιμοποιούνται αναφορικά με άλλες αισθήσεις [[παρά]] με τη [[γεύση]] ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>sweet smell</i> «γλυκιά [[μυρωδιά]]», <i>sweet voice</i> «γλυκιά [[φωνή]]»), [[έτσι]] ώστε [[συχνά]] επικράτησε η γενικότερη [[έννοια]] «[[ευχάριστος]]» και χρησιμοποιήθηκαν άλλες λέξεις αποκλειστικά για τη [[γεύση]]. Τέλος, η λ. [[ηδύς]] απαντά ως α' συνθετικό 40 [[περίπου]] λέξεων της Ελληνικής με τη [[μορφή]] <i>ηδυ</i>-].
|mltxt=-εία, -ύ (Α [[ἡδύς]], δωρ. τ. [[ἁδύς]], -εῖα, -ύ, στον Όμ. το θηλ. και [[ἡδύς]] [μόνο μία [[φορά]]], ιων. θηλ. ἡδέα, δωρ. θηλ. [[ἁδέα]])<br /><b>1.</b> [[γλυκός]], [[ευχάριστος]] στις αισθήσεις, [[κυρίως]] στη [[γεύση]], στην όσφρηση και στην [[ακοή]] («ἡδύ δεῖπνον», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> (κατ' επέκτ. και για [[κάθε]] ευχάριστη [[κατάσταση]]) [[απολαυστικός]] («[[ἡδύς]] [[ὕπνος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ἡδύ ἐστι» ή «[[είναι]] ηδύ» — [[είναι]] ευχάριστο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> ([[μετά]] τον Όμ.) [[ευάρεστος]], [[ευπρόσδεκτος]], [[εύθυμος]] («ἀλλ' εἰκάσαι μέν, [[ἡδύς]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>2.</b> [[αφελής]], [[απλοϊκός]], [[ανόητος]] («ὡς [[ἡδύς]] εἶ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[γεμάτος]] [[χαρά]], [[ευχαριστημένος]] («ἡδίους ἔσεσθαι ἀκούσαντες», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo ἡδύ</i><br />η [[γλυκύτητα]], η [[ομορφιά]]<br /><b>5.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἡδέα</i><br />οι ηδονές, οι απολαύσεις<br /><b>6.</b> (<b>το ουδ. ως επίρρ.</b>) <i>ἡδύ</i><br />α) [[γλυκά]]<br />β) ηδονικά, ευχάριστα<br /><b>7.</b> (το υπερθ. ως προσφών.) <i>ὦ ἥδιστε</i><br />γλυκύτατε, γλυκέ μου άνθρωπε. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ηδέως</i> (AM [[ἡδέως]])<br />με [[ευχαρίστηση]], με [[προθυμία]], ευχαρίστως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α. «[[ἡδέως]] ἔχω» — [[είμαι]] [[ευχάριστος]]<br />β. «[[ἡδέως]] ἔχω τι» — αρκούμαι σε [[κάτι]], [[είμαι]] [[ευχαριστημένος]]<br />γ. «[[ἡδέως]] ἔχω [[πρός]] τινα» ή «[[ἡδέως]] ἔχω τινί» — [[είμαι]] [[καλός]], έχω καλές διαθέσεις [[προς]] κάποιον<br />δ. «[[ἡδέως]] μοί ἐστι» — μέ ευχαριστεί.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[ηδύς]] <span style="color: red;"><</span> <i>Fᾱδύς</i> ταυτίζεται με αρχ. ινδ. <i>sv</i><i>ā</i><i>du</i>-, γαλατ. <i>suadu</i>-<i>r</i><i>ī</i><i>x</i> και ανάγεται σε IE <i>su</i><i>ā</i><i>du</i>-<i>s</i> με την [[ίδια]] σημ. Συνδέεται [[επίσης]] με λατ. <i>su</i><i>ā</i><i>vis</i>, αρχ. άνω γερμ. <i>suozi</i>, αγγλοσαξ. swēte. Η λ. [[ηδύς]] στον Όμηρο απαντά με σημ. «[[εύγευστος]]», ενώ αργότερα [[κυρίως]] με σημ. «[[γλυκός]]» και «[[ευχάριστος]]». Στις ΙΕ γλώσσες, γενικότερα, λέξεις με σημ. «[[γλυκός]]» χρησιμοποιούνται αναφορικά με άλλες αισθήσεις [[παρά]] με τη [[γεύση]] ([[πρβλ]]. αγγλ. <i>sweet smell</i> «γλυκιά [[μυρωδιά]]», <i>sweet voice</i> «γλυκιά [[φωνή]]»), [[έτσι]] ώστε [[συχνά]] επικράτησε η γενικότερη [[έννοια]] «[[ευχάριστος]]» και χρησιμοποιήθηκαν άλλες λέξεις αποκλειστικά για τη [[γεύση]]. Τέλος, η λ. [[ηδύς]] απαντά ως α' συνθετικό 40 [[περίπου]] λέξεων της Ελληνικής με τη [[μορφή]] <i>ηδυ</i>-].
}}
}}

Latest revision as of 15:06, 27 September 2022

Greek Monolingual

-εία, -ύ (Α ἡδύς, δωρ. τ. ἁδύς, -εῖα, -ύ, στον Όμ. το θηλ. και ἡδύς [μόνο μία φορά], ιων. θηλ. ἡδέα, δωρ. θηλ. ἁδέα)
1. γλυκός, ευχάριστος στις αισθήσεις, κυρίως στη γεύση, στην όσφρηση και στην ακοή («ἡδύ δεῖπνον», Ομ. Οδ.)
2. (κατ' επέκτ. και για κάθε ευχάριστη κατάσταση) απολαυστικόςἡδύς ὕπνος», Ομ. Ιλ.)
3. φρ. «ἡδύ ἐστι» ή «είναι ηδύ» — είναι ευχάριστο
αρχ.
1. (μετά τον Όμ.) ευάρεστος, ευπρόσδεκτος, εύθυμος («ἀλλ' εἰκάσαι μέν, ἡδύς», Σοφ.)
2. αφελής, απλοϊκός, ανόητος («ὡς ἡδύς εἶ», Πλάτ.)
3. γεμάτος χαρά, ευχαριστημένος («ἡδίους ἔσεσθαι ἀκούσαντες», Δημοσθ.)
4. το ουδ. ως ουσ. τo ἡδύ
η γλυκύτητα, η ομορφιά
5. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἡδέα
οι ηδονές, οι απολαύσεις
6. (το ουδ. ως επίρρ.) ἡδύ
α) γλυκά
β) ηδονικά, ευχάριστα
7. (το υπερθ. ως προσφών.) ὦ ἥδιστε
γλυκύτατε, γλυκέ μου άνθρωπε.
επίρρ...
ηδέως (AM ἡδέως)
με ευχαρίστηση, με προθυμία, ευχαρίστως
αρχ.
φρ. α. «ἡδέως ἔχω» — είμαι ευχάριστος
β. «ἡδέως ἔχω τι» — αρκούμαι σε κάτι, είμαι ευχαριστημένος
γ. «ἡδέως ἔχω πρός τινα» ή «ἡδέως ἔχω τινί» — είμαι καλός, έχω καλές διαθέσεις προς κάποιον
δ. «ἡδέως μοί ἐστι» — μέ ευχαριστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ηδύς < Fᾱδύς ταυτίζεται με αρχ. ινδ. svādu-, γαλατ. suadu-rīx και ανάγεται σε IE suādu-s με την ίδια σημ. Συνδέεται επίσης με λατ. suāvis, αρχ. άνω γερμ. suozi, αγγλοσαξ. swēte. Η λ. ηδύς στον Όμηρο απαντά με σημ. «εύγευστος», ενώ αργότερα κυρίως με σημ. «γλυκός» και «ευχάριστος». Στις ΙΕ γλώσσες, γενικότερα, λέξεις με σημ. «γλυκός» χρησιμοποιούνται αναφορικά με άλλες αισθήσεις παρά με τη γεύση (πρβλ. αγγλ. sweet smell «γλυκιά μυρωδιά», sweet voice «γλυκιά φωνή»), έτσι ώστε συχνά επικράτησε η γενικότερη έννοια «ευχάριστος» και χρησιμοποιήθηκαν άλλες λέξεις αποκλειστικά για τη γεύση. Τέλος, η λ. ηδύς απαντά ως α' συνθετικό 40 περίπου λέξεων της Ελληνικής με τη μορφή ηδυ-].