χαμαίμηλον: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
mNo edit summary
mNo edit summary
Line 15: Line 15:
{{eles
{{eles
|esgtx=[[camomila]]
|esgtx=[[camomila]]
}}
{{grml
|mltxt=το, Ν<br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] chamomilla, παλαιότερα [[ματρικάρια]], που ανήκει στην [[οικογένεια]] [[σύνθετα]] της τάξης [[φαβώδη]]<br /><b>2.</b> [[είδος]] αφεψήματος που παρασκευάζεται από τις ταξιανθίες του είδους Chamomilla recutita και έχει φαρμακευτικές ιδιότητες<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «άγριο [[χαμομήλι]]» ή, [[απλώς]], «αγριοχαμομήλι»<br /><b>βοτ.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] τών ειδών του γένους [[ανθεμίς]] και, [[ιδίως]], του είδους Αnthemis nobilis ή Chamaemelum nobile, τα [[άνθη]] του οποίου χρησιμοποιούνται για την [[παρασκευή]] αφεψήματος με φαρμακευτικές ιδιότητες ανάλογες του χαμομηλιού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> αρχ. [[χαμαίμηλον]], μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. <i>χαμομήλιον</i>].
}}
}}
==Translations==
==Translations==
ar: بابونج; azb: بابانئح; cy: camri; el: χαμομήλι; en: chamomile; fa: بابونه; fr: camomille; ga: fíogadán; gv: camomile; inh: моажолг; jv: camomile; ka: გვირილა; ko: 캐모마일; pt: camomila; ro: mușețel; sd: بابونو; simple: chamomile; tr: papatya; zh_yue: 洋甘菊
ar: بابونج; azb: بابانئح; cy: camri; el: χαμομήλι; en: chamomile; fa: بابونه; fr: camomille; ga: fíogadán; gv: camomile; inh: моажолг; jv: camomile; ka: გვირილა; ko: 캐모마일; pt: camomila; ro: mușețel; sd: بابونو; simple: chamomile; tr: papatya; zh_yue: 洋甘菊

Revision as of 17:43, 19 April 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χᾰμαίμηλον Medium diacritics: χαμαίμηλον Low diacritics: χαμαίμηλον Capitals: ΧΑΜΑΙΜΗΛΟΝ
Transliteration A: chamaímēlon Transliteration B: chamaimēlon Transliteration C: chamaimilon Beta Code: xamai/mhlon

English (LSJ)

τό,
A earth-apple, camomile, chamomile, Orph.A.921.
2 = ἀνθεμὶς λευκή, Dsc.3.137, Plin.HN22.53.
3 = παρθένιον, Ps.-Dsc.3.138.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαίμηλον: τό, φυτὸν καὶ ἄνθος, «χαμόμηλον», «χαμομῆλι», Ὀρφ. Ἀργον. 919· ἐκλήθη δὲ οὕτως ἐκ τῆς ὀσμῆς τοῦ ἄνθους, ἴδε Διοσκ. 3. 144, Πλίν, 22. 26.

Spanish

camomila

Greek Monolingual

το, Ν
1. βοτ. κοινή ονομασία του γένους αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών chamomilla, παλαιότερα ματρικάρια, που ανήκει στην οικογένεια σύνθετα της τάξης φαβώδη
2. είδος αφεψήματος που παρασκευάζεται από τις ταξιανθίες του είδους Chamomilla recutita και έχει φαρμακευτικές ιδιότητες
3. φρ. «άγριο χαμομήλι» ή, απλώς, «αγριοχαμομήλι»
βοτ. κοινή ονομασία τών ειδών του γένους ανθεμίς και, ιδίως, του είδους Αnthemis nobilis ή Chamaemelum nobile, τα άνθη του οποίου χρησιμοποιούνται για την παρασκευή αφεψήματος με φαρμακευτικές ιδιότητες ανάλογες του χαμομηλιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. χαμαίμηλον, μέσω ενός αμάρτυρου υποκορ. χαμομήλιον].

Translations

ar: بابونج; azb: بابانئح; cy: camri; el: χαμομήλι; en: chamomile; fa: بابونه; fr: camomille; ga: fíogadán; gv: camomile; inh: моажолг; jv: camomile; ka: გვირილა; ko: 캐모마일; pt: camomila; ro: mușețel; sd: بابونو; simple: chamomile; tr: papatya; zh_yue: 洋甘菊