στερέμνιος: Difference between revisions

From LSJ

Κρόνου καὶ Ἰαπετοῦ ἀρχαιότερος → more ancient than Cronos and Iapetus, ante-preadamite, antediluvian

Source
m (Text replacement - " l.c." to " l.c.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''στερέμνιος:''' твердый, жесткий (φόσις Plat.; [[σῶμα]] Sext.): σ. [[οὐρανός]] Emped. небесная твердь.
|elrutext='''στερέμνιος:''' [[твердый]], [[жесткий]] (φόσις Plat.; [[σῶμα]] Sext.): σ. [[οὐρανός]] Emped. небесная твердь.
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=στερέμνιος -α -ον [~ στερεός] hard, vast, stevig.
|elnltext=στερέμνιος -α -ον [~ στερεός] hard, vast, stevig.
}}
}}

Revision as of 12:01, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στερέμνιος Medium diacritics: στερέμνιος Low diacritics: στερέμνιος Capitals: ΣΤΕΡΕΜΝΙΟΣ
Transliteration A: sterémnios Transliteration B: steremnios Transliteration C: steremnios Beta Code: stere/mnios

English (LSJ)

α, ον, also ος, ον Aret.SD2.10:— A = στερεός, hard, fast, firm, οὐρανός Placit.2.11.2; φύσις Pl.Epin.981d; ὠτειλαί Aret. l.c.; σιτίον Ath.1.10c; τὰ σ. solid food, BKT3p.20; also τὰ σ. solid objects, Epicur. Ep.1pp.9, al. U. (also sg., Id.Nat.2.3, al.); σ. πύκνωμα Phld.D.3.11; τὰ -ώτερα D.S.1.7; σ. κίνησις stable motion, Bito 60.7. Adv. -ίως firmly, κλῖμαξ σ. ἐνδεδεμένη ibid., cf. Hp.Alim.5.

German (Pape)

[Seite 936] = στερεός, hart, Plat. Epin. 981 d; leibhaftig, Sext. Emp. adv. log. 2, 63, wie ib. 65 στερέμνιον σῶμα, Ggstz von εὶδωλον. – Neutr. τὸ στερέμνιον = das Himmelsgewölbe, das Firmament, Scholl. Hom.

Greek (Liddell-Scott)

στερέμνιος: -α, -ον, ὡσαύτως, ος, ον, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 10, Εὐστ.· - μεταγεν. τύπος τοῦ στερεός, σκληρός, στερεός, σταθερός, ἔμπεδος, ἰσχυρός, οὐρανὸς Ἐμπεδ. παρὰ Στοβ. Ἐκλ. 1. 500· φύσις Πλάτ. Ἐπιν. 981D· ὠτειλαὶ Ἀρετ. ἔνθ’ ἀνωτ. σιτίον Ἀθήν. 10C· ἡ πίστις στερεμνιωτέρα τῆς ἀκοῆς Κλήμ. Ἀλ. 120· τὰ στερέμνια, στερεὰ πράγματα, τὰ ὄντως ὄντα, πραγματικά, Ἐπίκουρος παρὰ Διογ. Λ. 10. 46, 48· τὰ στερεμνιώτερα Διόδ. 1. 7, Ἡσύχ., Σουΐδ. - Ἐπίρρ. -ίως Ἱππ. 380. 50.

Greek Monolingual

-ία, -ον, ΜΑ, θηλ. και στερέμνιος Α
στερεός, σκληρός («στερεμνιωτέρα τροφή», Κλήμ. Αλ.)
μσν.
το θηλ. ως ουσ. ἡ στερεμνία
στερεότητα, σταθερότητα
αρχ.
1. σταθερός
2. μτφ. ισχυρός, δυνατός
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ στερέμνια
α) οι στερεές τροφές
β) τα στερεά αντικείμενα.
επίρρ...
στερεμνίως ΜΑ
στέρεα, σταθεράκλίμαξ στερεμνίως ἐνδεδεμένη», Βίτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το επίθ. έχει σχηματιστεί από θ. στερε- ενός αμάρτυρου τ. στέρεμα (< στερεός), πρβλ. ἔρυμα: ἐρυμνός, με επίθημα -μν-ίος (μηδενισμένη βαθμίδα του επιθήματος -μην, πρβλ. λιμήν: λίμνη, ἀτέρα-μν-ος)].

Russian (Dvoretsky)

στερέμνιος: твердый, жесткий (φόσις Plat.; σῶμα Sext.): σ. οὐρανός Emped. небесная твердь.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

στερέμνιος -α -ον [~ στερεός] hard, vast, stevig.