ἐπεισπίπτω: Difference between revisions
ἠ πρὸς Τιμόθεον α' ἐπιστολή· Τιμοθέῳ ἑταίρῳ Παῦλος διελέξατο ταῦτα → First epistle to Timothy: Paul discussed these things with his colleague Timothy
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=<i>f.</i> ἐπεισπεσοῦμαι;<br /><b>1</b> tomber | |btext=<i>f.</i> ἐπεισπεσοῦμαι;<br /><b>1</b> tomber l'un après l'autre <i>ou</i> à coups redoublés sur;<br /><b>2</b> faire irruption dans.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[εἰσπίπτω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 11:00, 5 September 2022
English (LSJ)
A fall or burst in upon, c. dat., ναυστάθμοις E.Rh.448; ἐ. αὐτοῖς πίνουσι X.Cyr.7.5.27: also c. acc., ἐ. πόλιν E.HF34: abs., τὰ ἐπεσπίπτοντα Hp.Vict.1.10; burst in, S.OC915, E.Hec.1042, J.BJ6.9.4. 2 fall upon, βρονταὶ καὶ πρηστῆρές τινι ἐπεσπίπτουσι Hdt.7.42. 3 metaph., ἐπεισπίπτει οἰκοτριβὴς δαπάνη Critias 6.14.
German (Pape)
[Seite 912] (s. πίπτω), noch dazu hineinfallen, einbrechen, βρονταὶ καὶ πρηστῆρες Her. 7, 42; von Menschen, eindringen, Soph. O. C. 919; Eur. u. A.; αὐτοῖς πίνουσι, überfallen, Xen. Cyr. 7, 5, 27, wie ναυσταθμοῖς Eur. Rhes. 448; aber auch τὴν πόλιν, Herc. Fur. 34.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεισπίπτω: καὶ ἐπεσπ-: μέλλ. -πεσοῦμαι, εἰσπίπτω, εἰσορμῶ αἰφνιδίως κατά τινος, ναυστάθμοις ἐπεσπεσεῖν Εὐρ. Ρῆσ. 448· ἐπεισπίπτουσιν αὐτοῖς πίνουσι Ξεν. Κύρ. 7. 5, 27· ὡσαύτως μετ’ αἰτ., ἐπ. πόλιν Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 34: - ἀπολ., εἰσορμῶ, εἰσβάλλω, ὧδ’ ἐπεισπεσὼν Σοφ. Ο. Κ. 915, Εὐρ. Ἑκ. 1042. 2) πίπτω ἐπάνω τινός, βρονταί τινι ἐπεσπίπτουσι Ἡρόδ. 7. 42.
French (Bailly abrégé)
f. ἐπεισπεσοῦμαι;
1 tomber l'un après l'autre ou à coups redoublés sur;
2 faire irruption dans.
Étymologie: ἐπί, εἰσπίπτω.
Greek Monolingual
ἐπεισπίπτω (Α)
1. εισβάλλω, ορμώ ξαφνικά εναντίον κάποιου
2. ορμώ μέσα
3. πέφτω πάνω σε κάτι
4. βαραίνω («ἐπεισπίπτει οἰκοτριβὴς δαπάνη»).
Greek Monotonic
ἐπεισπίπτω: μέλ. -πεσοῦμαι,
1. πέφτω, ορμώ πάνω σε, με δοτ., σε Ευρ., Ξεν.· με αιτ., σε Ευρ.· απόλ., εισβάλλω, σε Σοφ.
2. πέφτω πάνω σε κάποιον, επιρρίπτομαι, λέγεται για αστραπή, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπεισπίπτω: ион. ἐπεσπίπτω (fut. ἐπεισπεσοῦμαι)
1) врываться, вторгаться (ναυσταθμοῖς, но πόλιν Eur.);
2) нападать (τινί Xen., Plut.);
3) падать, поражать (βρονταί τε καὶ πρηστῆρες ἐπεσπίπτουσι Her.).
Middle Liddell
fut. -πεσοῦμαι
1. to fall in upon, c. dat., Eur., Xen.; c. acc., Eur.:—absol. to burst in, Soph.
2. to fall upon, of lightning, Hdt.