λευστήρ: Difference between revisions
ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''λευστήρ:''' ῆρος adj. состоящий в побиении камнями ([[μόρος]] Aesch.).<br />ῆρος ὁ<br /><b class="num">1)</b> побивающий камнями Eur.;<br /><b class="num">2)</b> [[мучитель]], [[убийца]] Her. | |elrutext='''λευστήρ:''' ῆρος adj. состоящий в побиении камнями ([[μόρος]] Aesch.).<br />ῆρος ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[побивающий камнями]] Eur.;<br /><b class="num">2)</b> [[мучитель]], [[убийца]] Her. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[λευστήρ]], ῆρος, [[λεύω]]<br /><b class="num">I.</b> one who stones, a [[stoner]], Eur.: —in Orac. ap. Hdt., [[λευστήρ]] is prob. one [[deserving]] to be stoned.<br /><b class="num">II.</b> as adj., λευστὴρ [[μόρος]] [[death]] by [[stoning]], Aesch. | |mdlsjtxt=[[λευστήρ]], ῆρος, [[λεύω]]<br /><b class="num">I.</b> one who stones, a [[stoner]], Eur.: —in Orac. ap. Hdt., [[λευστήρ]] is prob. one [[deserving]] to be stoned.<br /><b class="num">II.</b> as adj., λευστὴρ [[μόρος]] [[death]] by [[stoning]], Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 19:19, 19 August 2022
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, (λεύω) A one who stones, E.Tr.1039; τὸν Κασσανδρέων λευστῆρα their oppressor, Ael.NA5.15; so perhaps in Hdt.5.67, where the oracle tells Cleisthenes Ἄδρηστον μὲν εἶναι Σικυωνίων βασιλέα, ἐκεῖνον δὲ λευστῆρα (or perhaps a mere stone-thrower, i.e. ψιλός: Suid., quoting Ael.Fr.115, makes it Pass., = ὁ καταλευσθῆναι ἄξιος). II as adjective, λ. μόρος death by stoning, A.Th.199; λευστῆρα πρῶτον… ῥίψας πέτρον Lyc.1187, cf. Hsch.
German (Pape)
[Seite 36] ῆρος, ὁ, der Steiniger; βαῖνε λευστήρων πέλας Eur. Tr. 1039; Her. 5, 67; adj., λευστὴρ μόρος, der Steinigungstod, Aesch. Spt. 181; auch πέτρον λευστῆρα ῥίψας Lycophr. 1187. Bei Her. 5, 67 im Orak. erkl. man auch = der werth ist, gesteinigt zu werden, vgl. Ael. H. A. 5, 15; richtiger ein Peiniger, Tyrann; anders erkl. Müller Dorier I, 8, 2.
Greek (Liddell-Scott)
λευστήρ: ῆρος, ὁ, (λεύω) ὁ λιθοβολῶν, ὁ λίθοις ἀναιρῶν, φονεύς, Εὐρ. Τρῳ. 1039· τὸν Κασσανδρέων λευστῆρα, τὸν καταδυναστεύοντα αὐτούς, ὡς παρὰ Κικέρωνι lapidator, Αἰλ. π. Ζ. 5. 15· - καὶ οὕτως ὁ Ἡσύχ. ἐκλαμβάνει τὴν λέξιν ἐν Ἡροδ. 5. 67, ἔνθα τὸ μαντεῖον ἀποκρίνεται εἰς τὸν Κλεισθένη Ἄδρηστον μὲν εἶναι Σικυωνίων βασιλέα, ἐκεῖνον δὲ λευστῆρα· (ἐνῷ ὁ Σουΐδας θεωρεῖ αὐτὸ παθ., ἄξιος καταλευσθῆναι, λιθοβοληθῆναι, ὁ καταλευσθῆναι ἄξιος). ΙΙ. ὡς ἐπίθ., λευστὴρ μόρος, θάνατος διὰ λιθοβολίας, Αἰσχύλ. Θήβ. 199· λ. πέτρας Λυκόφρ. 1187.
French (Bailly abrégé)
ῆρος;
adj. m.
1 qui lapide;
2 qui consiste dans la lapidation : λευστὴρ μόρος ESCHL la mort par lapidation;
3 digne d’être lapidé.
Étymologie: λεύω.
Greek Monolingual
λευστήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
1. ο άξιος λιθοβολισμού
2. τύραννος, δυνάστης
3. (και ως επίθ.) αυτός που φονεύει με λιθοβολισμό («λευστῆρα δήμου δ' οὔ τι μὴ φύγη μόρον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λευσ- (πρβλ. λεύσ-ω, μέλλ. του λεύω) + επίθημα -τήρ (πρβλ. μνηστήρ, ορχηστήρ)].
Greek Monotonic
λευστήρ: -ῆρος, ὁ (λεύω)·
I. αυτός που λιθοβολεί, φονιάς, σε Ευρ.· σε Χρησμ. παρ' Ηροδ., λευστήρ, πιθ. κάποιος που αξίζει να λιθοβοληθεί.
II. ως επίθ., λευστὴρ μόρος, θάνατος δια λιθοβολισμού, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
λευστήρ: ῆρος adj. состоящий в побиении камнями (μόρος Aesch.).
ῆρος ὁ
1) побивающий камнями Eur.;
2) мучитель, убийца Her.
Middle Liddell
λευστήρ, ῆρος, λεύω
I. one who stones, a stoner, Eur.: —in Orac. ap. Hdt., λευστήρ is prob. one deserving to be stoned.
II. as adj., λευστὴρ μόρος death by stoning, Aesch.