μαψίδιος: Difference between revisions
ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=mayi/dios | |Beta Code=mayi/dios | ||
|Definition=ον (also η, ον, v. infr.), ([[μάψ]] B) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[vain]], [[false]], τὸ δ' ἐμὸν ὄνομα… μαψίδιον ἔχει φάτιν <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>251</span> (lyr.); γλῶσσα μ. <span class="bibl">Theoc.25.188</span>; [[useless]], [[worthless]], μαψιδίη κόνις <span class="title">AP</span>7.602 (Agath.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> in Hom. only Adv. [[μαψιδίως]], = [[μάψ]], [[thoughtlessly]], [[at random]], <span class="bibl">Il.5.374</span>, al.; [[without reason]], κεχολῶσθαι <span class="bibl">Od.7.310</span>; [[rashly]], [[recklessly]], <span class="bibl">2.58</span>, <span class="bibl">14.365</span>; <b class="b3">μ. ἀλάλησθε</b>, of pirates, <span class="bibl">3.72</span>.</span> | |Definition=ον (also η, ον, v. infr.), ([[μάψ]] B) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[vain]], [[false]], τὸ δ' ἐμὸν ὄνομα… μαψίδιον ἔχει φάτιν <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>251</span> (lyr.); γλῶσσα μ. <span class="bibl">Theoc.25.188</span>; [[useless]], [[worthless]], μαψιδίη κόνις <span class="title">AP</span>7.602 (Agath.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> in Hom. only Adv. [[μαψιδίως]], = [[μάψ]], [[thoughtlessly]], [[at random]], <span class="bibl">Il.5.374</span>, al.; [[without reason]], κεχολῶσθαι <span class="bibl">Od.7.310</span>; [[rashly]], [[recklessly]], <span class="bibl">2.58</span>, <span class="bibl">14.365</span>; <b class="b3">μ. ἀλάλησθε</b>, of pirates, <span class="bibl">3.72</span>.</span> | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br />vain, faux.<br />'''Étymologie:''' [[μάψ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μαψίδιος''': -ον, (μὰψ) [[μάταιος]], ψευδής, τὸ δ’ ἐμὸν [[ὄνομα]] μαψίδιον... ἔχει φάτιν Εὐριπ. Ἑλ. 251, πρβλ. Θεόκρ. 25. 188· [[ἀνωφελής]], οὐδενὸς [[ἄξιος]], μαψιδίη [[κόνις]] Ἀνθ. Π. 7. 602. II. παρ’ Ὁμήρ. μόνον ὡς ἐπίρρ., μαψιδίως, = μάψ, ὡς τὸ Λατ. temere, ἀνοήτως, ἀπερισκέπτως, ἀλογίστως, Ἰλ. Ε. 374, Ὀδ. Γ. 72, κτλ.· [[ἄνευ]] λόγου, ἀλόγως, Η. 310· ἀπερισκέπτως, [[ἀσκόπως]], Β. 58, Ξ. 365. | |lstext='''μαψίδιος''': -ον, (μὰψ) [[μάταιος]], ψευδής, τὸ δ’ ἐμὸν [[ὄνομα]] μαψίδιον... ἔχει φάτιν Εὐριπ. Ἑλ. 251, πρβλ. Θεόκρ. 25. 188· [[ἀνωφελής]], οὐδενὸς [[ἄξιος]], μαψιδίη [[κόνις]] Ἀνθ. Π. 7. 602. II. παρ’ Ὁμήρ. μόνον ὡς ἐπίρρ., μαψιδίως, = μάψ, ὡς τὸ Λατ. temere, ἀνοήτως, ἀπερισκέπτως, ἀλογίστως, Ἰλ. Ε. 374, Ὀδ. Γ. 72, κτλ.· [[ἄνευ]] λόγου, ἀλόγως, Η. 310· ἀπερισκέπτως, [[ἀσκόπως]], Β. 58, Ξ. 365. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:10, 1 October 2022
English (LSJ)
ον (also η, ον, v. infr.), (μάψ B) A vain, false, τὸ δ' ἐμὸν ὄνομα… μαψίδιον ἔχει φάτιν E.Hel.251 (lyr.); γλῶσσα μ. Theoc.25.188; useless, worthless, μαψιδίη κόνις AP7.602 (Agath.). II in Hom. only Adv. μαψιδίως, = μάψ, thoughtlessly, at random, Il.5.374, al.; without reason, κεχολῶσθαι Od.7.310; rashly, recklessly, 2.58, 14.365; μ. ἀλάλησθε, of pirates, 3.72.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
vain, faux.
Étymologie: μάψ.
Greek (Liddell-Scott)
μαψίδιος: -ον, (μὰψ) μάταιος, ψευδής, τὸ δ’ ἐμὸν ὄνομα μαψίδιον... ἔχει φάτιν Εὐριπ. Ἑλ. 251, πρβλ. Θεόκρ. 25. 188· ἀνωφελής, οὐδενὸς ἄξιος, μαψιδίη κόνις Ἀνθ. Π. 7. 602. II. παρ’ Ὁμήρ. μόνον ὡς ἐπίρρ., μαψιδίως, = μάψ, ὡς τὸ Λατ. temere, ἀνοήτως, ἀπερισκέπτως, ἀλογίστως, Ἰλ. Ε. 374, Ὀδ. Γ. 72, κτλ.· ἄνευ λόγου, ἀλόγως, Η. 310· ἀπερισκέπτως, ἀσκόπως, Β. 58, Ξ. 365.
Greek Monolingual
μαψίδιος, -ον και μαψίδιος, -η, -ον (Α)
1. μάταιος, ψευδής («τὸ δ'ἐμὸν ὄνομα μαψίδιον... ἔχει φάτιν», Ευρ.)
2. ανωφελής, μηδαμινός, ασήμαντος.
επίρρ...
μαψιδίως
ανόητα, απερίσκεπτα, άσκοπα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάψ (II) + κατάλ. -ίδιος (πρβλ. λαθρ-ίδιος)].
Greek Monotonic
μαψίδιος: -ον (μάψ), μάταιος, λανθασμένος, σε Ευρ., Θεόκρ.· άχρηστος, ανάξιος, σε Ανθ.· επίρρ. μαψιδίως = μάψ, σε Όμηρ.
Russian (Dvoretsky)
μαψίδιος: и 2 (ῐδ)
1) пустой, бессмысленный, ложный (φάτις Hom.);
2) ничтожный, жалкий (χθονὸς κόνις Anth.).
Middle Liddell
μαψίδιος, ον [μάψ]
vain, false, Eur., Theocr.: useless, worthless, Anth.:—adv. μαψιδίως, = μάψ, Hom.