ἀπισχυρίζομαι: Difference between revisions
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
m (Text replacement - "s’" to "s'") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext= | |btext=s'opposer fortement à, tenir ferme, ne pas céder.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], ἰσχυρίζομαι. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 08:05, 22 August 2022
English (LSJ)
A oppose firmly, give a flat denial, πρός τινα Th.1.140, cf. Plu.Per.31; πρὸς τὰς ἡδονάς Id.Agis 4,al.; hold out against, πρὸς δίψος Them.Or.11.149c. II set oneself to affirm, maintain a thing, ib.28.342c, Eust.1278.53, etc. III cling firmly, of the λεπάς, Sch.Ar.Pl.1096.
German (Pape)
[Seite 292] 1) dep. med., sich standhaft weigern, verweigern, Thuc. 1, 140, Ggstz συγχωρεῖν; Plut. πρός τινα Oth. 16. – 2) sich fest an etwas halten, τι νός, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπισχῡρίζομαι: ἀποθ., ἐπιμόνως ἐναντιοῦμαι, ἄντικρυς ἀρνοῦμαι, οἷς εἰ ξυγχωρήσετε. καὶ ἄλλο τι μεῖζον εὐθὺς ἐπιταχθήσεσθε..., ἀπισχυρισάμενοι δὲ σαφὲς ἂν καταστήσαιτε αὐτοῖς Θουκ. 1. 140· πρὸς τὰς ἡδονὰς Πλουτ. Ἆγις 4, κ. ἀλλ. ΙΙ. διισχυρίζομαι, ἐπιμένω, Εὐστ. 1278. 23, κτλ., Συνέσ. 167D· ἀναγινώσκεται δὲ ὑπὸ Δινδ. ἐν Σχολ. Ἀριστοφ. Πλ. 1097 ἀντὶ ἐπισχυρίζομαι: ― Ἐπίρρ., ἀπισχυριστικῶς, θετικῶς, διαρρήδην, Εὐστ. 1861. 41.
French (Bailly abrégé)
s'opposer fortement à, tenir ferme, ne pas céder.
Étymologie: ἀπό, ἰσχυρίζομαι.
Spanish (DGE)
I oponerse resueltamente abs. Th.1.140, Plu.2.81a, Eust.1278.53
•c. prep. πρὸς τὰς ἡδονάς Plu.Agis 4, πρὸς τοὺς ἄλλους Them.Or.28.342c
•resistir, aguantar πρὸς δίψος Them.Or.11.149c.
II 1aferrarse firmemente κατὰ τὸ βέλτιστον Plu.Per.31.
2 fig. mantener, asegurar c. inf. οἱ δὲ ἄντικρυς μὴ ποιήσειν ἀπεῖπον, κρεῖσσον ἀπισχυρισάμενοι εἶναι ... se opusieron absolutamente a que hiciera eso, manteniendo con firmeza que era mejor ... Procop.Goth.4.27.24, cf. D.C.38.7.1.
Greek Monolingual
ἀπισχυρίζομαι (AM)
μσν.
υποστηρίζω, ισχυρίζομαι
αρχ.
επίμονα αντιτίθεμαι.
Greek Monotonic
ἀπισχῡρίζομαι: Αττ. μέλ. -ιοῦμαι, αποθ., εναντιώνομαι με επιμονή, αρνούμαι ευθέως, πρός τινα, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπισχῡρίζομαι: оказывать сильное сопротивление, решительно противиться (Thuc.; πρός τι и πρός τινα Plut.).
Middle Liddell
Dep. to set oneself to oppose firmly, give a flat denial, πρός τινα Thuc.