λογιστικός: Difference between revisions

From LSJ

κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=logistiko/s
|Beta Code=logistiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[skilled]] or [[practised in calculating]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>145a</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>1.1.7</span>; οἱ φύσει λ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>526b</span>; of a mathematician, <span class="title">AP</span>11.267: Subst. ἡ -[[κή]] (with or without [[τέχνη]]), [[practical arithmetic]], [[the art of arithmetic]], opp. [[ἀριθμητική]] (the science of number), <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span> 450d</span>, <span class="bibl">451b</span>, <span class="bibl"><span class="title">R.</span>525a</span>, al.; so τὸ -κόν <span class="bibl">Id.<span class="title">Chrm.</span>174b</span>; <b class="b3">ἡ λ</b>., opp. [[γεωμετρία]], <span class="bibl">Archyt.4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[endued with reason]], [[rational]], ζῷα <span class="bibl">Arist. <span class="title">de An.</span> 434a7</span>; (τὸ) [[λ]]. [<b class="b3">μόριον τῆς ψυχῆς</b>] ib.<span class="bibl">432a25</span>; <b class="b3">λ. ὄρεξις</b>, opp. [[ἄλογος]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Rh.</span>1369a2</span>; <b class="b3">τὸ λ</b>. (sc. <b class="b3">τῆς ψυχῆς</b>) the [[reasoning faculty]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>439d</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Top.</span>128b38</span>; = [[τὸ βουλευτικόν]], <span class="bibl">Id.<span class="title">EN</span>1139a12</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[using one's reason]], [[reasonable]], <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>5.2.28</span>, <span class="bibl">Men.<span class="title">Epit.</span>541</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> -[[κόν]], [[τό]], [[expenses of the]] [[λογιστεία]], <span class="title">Inscr.Délos</span>395.13, 399 <span class="title">A</span>96 (ii B. C.).</span>
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[skilled]] or [[practised in calculating]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">Tht.</span>145a</span>, <span class="bibl">X.<span class="title">Mem.</span>1.1.7</span>; οἱ φύσει λ. <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>526b</span>; of a mathematician, <span class="title">AP</span>11.267: Subst. ἡ -[[κή]] (with or without [[τέχνη]]), [[practical arithmetic]], [[the art of arithmetic]], opp. [[ἀριθμητική]] (the science of number), <span class="bibl">Pl.<span class="title">Grg.</span> 450d</span>, <span class="bibl">451b</span>, <span class="bibl"><span class="title">R.</span>525a</span>, al.; so τὸ -κόν <span class="bibl">Id.<span class="title">Chrm.</span>174b</span>; <b class="b3">ἡ λ</b>., opp. [[γεωμετρία]], <span class="bibl">Archyt.4</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[endued with reason]], [[rational]], ζῷα <span class="bibl">Arist. <span class="title">de An.</span> 434a7</span>; (τὸ) [[λ]]. [<b class="b3">μόριον τῆς ψυχῆς</b>] ib.<span class="bibl">432a25</span>; <b class="b3">λ. ὄρεξις</b>, opp. [[ἄλογος]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Rh.</span>1369a2</span>; <b class="b3">τὸ λ</b>. (sc. <b class="b3">τῆς ψυχῆς</b>) the [[reasoning faculty]], <span class="bibl">Pl.<span class="title">R.</span>439d</span>, cf. <span class="bibl">Arist.<span class="title">Top.</span>128b38</span>; = [[τὸ βουλευτικόν]], <span class="bibl">Id.<span class="title">EN</span>1139a12</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[using one's reason]], [[reasonable]], <span class="bibl">X.<span class="title">HG</span>5.2.28</span>, <span class="bibl">Men.<span class="title">Epit.</span>541</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> -[[κόν]], [[τό]], [[expenses of the]] [[λογιστεία]], <span class="title">Inscr.Délos</span>395.13, 399 <span class="title">A</span>96 (ii B. C.).</span>
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne le calcul ; ἡ λογιστική ([[τέχνη]]) la science pratique du calcul ; ὁ [[λογιστικός]] XÉN habile calculateur;<br /><b>2</b> qui concerne le raisonnement ; <i>particul.</i> qui raisonne bien, raisonnable, sensé.<br />'''Étymologie:''' [[λογίζομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''λογιστικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] ἢ [[ἔμπειρος]] περὶ τὸ λογίζεσθαι, εἰς ὑπολογισμούς, Πλάτ. Θεαίτ. 145Α, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 7· οἱ φύσει λ. Πλάτ. Πολ. 526Β· ἐπὶ ἀνδρὸς μαθηματικοῦ, Ἀνθ. Π. 11. 267· - ἡ λογιστικὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), ὡς τὸ λογισμοί, πρακτικὴ ἀριθμιτική, «λογαριασμοί», κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἀριθμητικὴν (τὴν ἐπιστήμην), Πλάτ. Γοργ. 450D, 451B, Πολ. 525Α, κ. ἀλλ.· οὕτω, τὸ λογιστικὸν ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 174Β. ΙΙ. πεπροικισμένος μὲ λογικόν, [[λογικός]], [[ἔλλογος]], ζῷα Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 11, 2· τὸ λ. [[μέρος]] τῆς ψυχῆς [[αὐτόθι]] 3. 9, 5, Ἠθ. Νικ. 6. 1, 6, κ. ἀλλ.· λ. [[ὄρεξις]], ἀντίθετ. τῷ [[ἄλογος]], ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 10, 7· - τὸ λογικόν, ἡ [[δύναμις]] τοῦ συλλογίζεσθαι, Πλάτ. Πολ. 439D, πρβλ. Ἀριστ. Τοπ. 5. 1, 5, κἑξ. 2) ὁ μεταχειριζόμενος τὸ λογικόν του, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 28.
|lstext='''λογιστικός''': -ή, -όν, [[ἐπιτήδειος]] ἢ [[ἔμπειρος]] περὶ τὸ λογίζεσθαι, εἰς ὑπολογισμούς, Πλάτ. Θεαίτ. 145Α, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 7· οἱ φύσει λ. Πλάτ. Πολ. 526Β· ἐπὶ ἀνδρὸς μαθηματικοῦ, Ἀνθ. Π. 11. 267· - ἡ λογιστικὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), ὡς τὸ λογισμοί, πρακτικὴ ἀριθμιτική, «λογαριασμοί», κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἀριθμητικὴν (τὴν ἐπιστήμην), Πλάτ. Γοργ. 450D, 451B, Πολ. 525Α, κ. ἀλλ.· οὕτω, τὸ λογιστικὸν ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 174Β. ΙΙ. πεπροικισμένος μὲ λογικόν, [[λογικός]], [[ἔλλογος]], ζῷα Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 11, 2· τὸ λ. [[μέρος]] τῆς ψυχῆς [[αὐτόθι]] 3. 9, 5, Ἠθ. Νικ. 6. 1, 6, κ. ἀλλ.· λ. [[ὄρεξις]], ἀντίθετ. τῷ [[ἄλογος]], ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 10, 7· - τὸ λογικόν, ἡ [[δύναμις]] τοῦ συλλογίζεσθαι, Πλάτ. Πολ. 439D, πρβλ. Ἀριστ. Τοπ. 5. 1, 5, κἑξ. 2) ὁ μεταχειριζόμενος τὸ λογικόν του, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 28.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui concerne le calcul ; ἡ λογιστική ([[τέχνη]]) la science pratique du calcul ; ὁ [[λογιστικός]] XÉN habile calculateur;<br /><b>2</b> qui concerne le raisonnement ; <i>particul.</i> qui raisonne bien, raisonnable, sensé.<br />'''Étymologie:''' [[λογίζομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 21:39, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λογιστικός Medium diacritics: λογιστικός Low diacritics: λογιστικός Capitals: ΛΟΓΙΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: logistikós Transliteration B: logistikos Transliteration C: logistikos Beta Code: logistiko/s

English (LSJ)

ή, όν, A skilled or practised in calculating, Pl.Tht.145a, X.Mem.1.1.7; οἱ φύσει λ. Pl.R.526b; of a mathematician, AP11.267: Subst. ἡ -κή (with or without τέχνη), practical arithmetic, the art of arithmetic, opp. ἀριθμητική (the science of number), Pl.Grg. 450d, 451b, R.525a, al.; so τὸ -κόν Id.Chrm.174b; ἡ λ., opp. γεωμετρία, Archyt.4. II endued with reason, rational, ζῷα Arist. de An. 434a7; (τὸ) λ. [μόριον τῆς ψυχῆς] ib.432a25; λ. ὄρεξις, opp. ἄλογος, Id.Rh.1369a2; τὸ λ. (sc. τῆς ψυχῆς) the reasoning faculty, Pl.R.439d, cf. Arist.Top.128b38; = τὸ βουλευτικόν, Id.EN1139a12. 2 using one's reason, reasonable, X.HG5.2.28, Men.Epit.541. III -κόν, τό, expenses of the λογιστεία, Inscr.Délos395.13, 399 A96 (ii B. C.).

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne le calcul ; ἡ λογιστική (τέχνη) la science pratique du calcul ; ὁ λογιστικός XÉN habile calculateur;
2 qui concerne le raisonnement ; particul. qui raisonne bien, raisonnable, sensé.
Étymologie: λογίζομαι.

Greek (Liddell-Scott)

λογιστικός: -ή, -όν, ἐπιτήδειοςἔμπειρος περὶ τὸ λογίζεσθαι, εἰς ὑπολογισμούς, Πλάτ. Θεαίτ. 145Α, Ξεν. Ἀπομν. 1. 1, 7· οἱ φύσει λ. Πλάτ. Πολ. 526Β· ἐπὶ ἀνδρὸς μαθηματικοῦ, Ἀνθ. Π. 11. 267· - ἡ λογιστικὴ (ἐξυπ. τέχνη), ὡς τὸ λογισμοί, πρακτικὴ ἀριθμιτική, «λογαριασμοί», κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν ἀριθμητικὴν (τὴν ἐπιστήμην), Πλάτ. Γοργ. 450D, 451B, Πολ. 525Α, κ. ἀλλ.· οὕτω, τὸ λογιστικὸν ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 174Β. ΙΙ. πεπροικισμένος μὲ λογικόν, λογικός, ἔλλογος, ζῷα Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 11, 2· τὸ λ. μέρος τῆς ψυχῆς αὐτόθι 3. 9, 5, Ἠθ. Νικ. 6. 1, 6, κ. ἀλλ.· λ. ὄρεξις, ἀντίθετ. τῷ ἄλογος, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 1. 10, 7· - τὸ λογικόν, ἡ δύναμις τοῦ συλλογίζεσθαι, Πλάτ. Πολ. 439D, πρβλ. Ἀριστ. Τοπ. 5. 1, 5, κἑξ. 2) ὁ μεταχειριζόμενος τὸ λογικόν του, Ξεν. Ἑλλ. 5. 2, 28.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α λογιστικός, -ή, -όν) λογιστός
ο ικανός να κάνει υπολογισμούς, ο επιτήδειος να λογαριάζει
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον λογιστή, στη λογιστική, στους λογαριασμούς («λογιστικά βιβλία»)
2. το θηλ. ως ουσ. η λογιστική
επιστημονικός κλάδος και τεχνική της τήρησης λογιστικών βιβλίων, της κατάστρωσης πιστωτικοχρεωστικών ή άλλης φύσης λογαριασμών, της καταγραφής τών οικονομικών πράξεων τών επιχειρήσεων, με σκοπό την παρακολούθηση της οικονομικής κατάστασης και της πορείας τών εργασιών τους και τον έλεγχο της εφαρμογής του προϋπολογισμού και του προγράμματος δράσης τους
μσν.-αρχ.
(το θηλ. ή ουδ. ως ουσ.) ἡ λογιστική ή τὸ λογιστικὸν
η πρακτική αριθμητική, οι λογαριασμοί («αριθμητικὴ καὶ λογιστικὴ καὶ γεωμετρία», Πλάτ.)
αρχ.
1. ο προικισμένος με λογικό, λογικός, έλλογος («λογιστικὰ ζῷα», Αριστοτ.)
2. αυτός που έχει ασκηθεί στο να σκέφτεται σωστά, που χρησιμοποιεί το λογικό του, λογικός («οὐ μέντοι λογιστικός γε οὐδέ πάνυ φρόνιμος ἐδόκει εἶναι», Ξεν.)
3. το ουδ. ως ουσ. οι δαπάνες της λογιστείας.
επίρρ...
λογιστικώς και -ά (AM λογιστικῶς)
νεοελλ.
με υπολογισμούς, με λογιστικό τρόπο
μσν.-αρχ.
μόνο με λογισμό και όχι με πράξεις.

Greek Monotonic

λογιστικός: -ή, -όν·
I. επιτήδειος ή έμπειρος, ικανός στους υπολογισμούς, σε Ξεν., Πλάτ.· ἡ λογιστική (ενν. τέχνη), πρακτική αριθμητική, σε Πλάτ.
II. 1. προικισμένος με λογική, έλλογος, σε Αριστ.· τὸ λογιστικόν, η δύναμη του συλλογίζεσθαι, σε Πλάτ.
2. αυτός που χρησιμοποιεί το λογικό του, λογικός, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

λογιστικός:
1) счетный Plat., Xen.;
2) сильный в искусстве счета (ἄνθρωπος Xen.);
3) одаренный разумом, разумный (ζῷον, τὸ μέρος τῆς ψυχῆς Arst.);
4) правильно рассуждающий, (благо)разумный, рассудительный (οὐ λ. οὐδὲ φρόνιμος Xen.).

Middle Liddell

λογιστικός, ή, όν [from λογιστής
I. skilled or practised in calculating, Xen., Plat.:— ἡ λογιστική (sc. τέχνἠ, arithmetic, Plat.
II. endued with reason, rational, Arist.:— τὸ λ. the reasoning faculty, Plat.
2. using one's reason, reasonable, Xen.