προσρέω: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s']+), ([\w\s']+), ([\w\s']+)(<\/b>)" to "$2, $3, $4")
m (Text replacement - "d’" to "d'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=couler vers, <i>d’où</i><br /><b>1</b> affluer;<br /><b>2</b> se glisser vers, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ῥέω]].
|btext=couler vers, <i>d'où</i><br /><b>1</b> affluer;<br /><b>2</b> se glisser vers, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[ῥέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:22, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προσρέω Medium diacritics: προσρέω Low diacritics: προσρέω Capitals: ΠΡΟΣΡΕΩ
Transliteration A: prosréō Transliteration B: prosreō Transliteration C: prosreo Beta Code: prosre/w

English (LSJ)

aor. Pass. προσερρύην (v. infr.), A flow towards a point, stream in, assemble, Hdt.1.62; steal or creep towards, τινὸς προσρυέντος τῇ τραπέζῃ Plu.2.760a; also, rush up to, αὐτῷ προσρυεις Id.Brut.16, cf. Parth.7.1, Luc.Am.8, Philostr.VS2.30. II Med., ὅταν γυνὴ κύουσα προσρέηται has losses, Hp.Superf.42.

German (Pape)

[Seite 779] (s. ῥέω), hinzufließen, Sp. – Auch von einer Menschenmenge, zusammenströmen, -kommen, Her. 1, 62; von einem Einzelnen, τῶν οἰκετῶν τινος προσρυέντος ἔξωθεν τῇ τραπέζῃ, Plut. amator. 16, da er gegen den Tisch lief; auch zufließen, zukommen, zu Theil werden, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

προσρέω: (ἴδε ῥέω) ῥέω πρός τι σημεῖον, «χύνομαι», συναθροίζομαι, Ἡρόδ. 1. 62· - ἕρπω πρός, πλησιάζω πρός..., τῇ τραπέζῃ Πλούτ. 2. 760Α· ἀλλ’ ὡσαύτως, ὁρμῶ πρός..., προσρυεὶς αὐτῷ ὁ αὐτ. ἐν Βρούτ. 16, πρβλ. Λουκ. Ἔρωτας 8, Φιλόστρ. 622. - Καθ’ Ἡσύχ.: «(προσρέουσι)· προσέρχονται» καὶ «προσρυέντων· προσελθόντων».

French (Bailly abrégé)

couler vers, d'où
1 affluer;
2 se glisser vers, τινι.
Étymologie: πρός, ῥέω.

Greek Monolingual

ΜΑ
ορμώ σε κάποιον
αρχ.
1. (για πλήθος ανθρώπων) συνέρχομαι, συναθροίζομαι
2. τρέχω προς κάποιον ή πλησιάζω κάτι.

Greek Monotonic

προσρέω: μέλ. -ρεύσομαι, Παθ. αόρ. βʹ -ερρύην·
1. ρέω προς κάποιο σημείο, χύνομαι μέσα, συναθροίζομαι, σε Ηρόδ.
2. έρπω, πλησιάζω προς, τινί, σε Πλούτ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προσ-ρέω toestromen, toesnellen.

Russian (Dvoretsky)

προσρέω:
1) досл. притекать, перен. стекаться, приходить толпами (ἐκ τῶν δήμων Her.);
2) подходить, приходить, прибегать (τινι Plut., Luc.).

Middle Liddell

fut. -ρεύσομαι aor2 pass. -ερρύην
1. to flow towards a point, to stream in, assemble, Hdt.
2. to rush up to, τινί Plut.