τερθρεία: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly

Source
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2, $3, $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 , $4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τερθρεία:''' ἡ фокусничество, хитросплетение (τ. καὶ [[στωμυλία]] Plut.): ἡ τ. [[ῥητορική]] Sext. риторическая изворотливость.
|elrutext='''τερθρεία:''' ἡ [[фокусничество]], [[хитросплетение]] (τ. καὶ [[στωμυλία]] Plut.): ἡ τ. [[ῥητορική]] Sext. риторическая изворотливость.
}}
}}

Revision as of 10:55, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τερθρεία Medium diacritics: τερθρεία Low diacritics: τερθρεία Capitals: ΤΕΡΘΡΕΙΑ
Transliteration A: terthreía Transliteration B: terthreia Transliteration C: terthreia Beta Code: terqrei/a

English (LSJ)

ἡ, A use of extreme subtlety, hair-splitting, formal pedantry, Isoc.10.4, Phld.Oec.p.75 J., Ph.2.191, al.; τ. μυθική in religion, D.H. 2.19; of disputes about words, Gal.8.637, UP4.9; εἴτις εἰς τὴν Στωϊκὴν τ. ἀπάγοι τὸν λόγον Procl.in Prm.p.534 S. II = στρατεία 3, Phot., Suid.

German (Pape)

[Seite 1093] ἡ, Gaukelei, Blendwerk, Possen, bes. λόγων, spitzfindiges Geschwatz, Windbeutelei, VLL., Plut. u. a. Sp.; ῥητορική, S. Emp. adv. rhett. 22; übh. Täuschung, Betrug, D. L. prooem. 17; μυθική, D. Hal. 2, 19. – Einige alte Erkl. leiten es von τερατεία ab, Moeris.

Greek (Liddell-Scott)

τερθρεία: ἡ, ἐν τῇ Ρητορικῇ, χρῆσις τεχνασμάτων καὶ ἀπάτης, ἀγυρτία, τερατολογία, Φερεκρ. ἐν Ἀδήλ. 12, Ἰσοκρ. 209Α, πρβλ. Runnck. εἰς Πλάτ. Τίμ. (Κατὰ τὸν Μοῖριν σ. 364, κατὰ συγκοπὴν ἐκ τοῦ τερατεία). - Καθ’ Ἡσύχ. «τερθρεία· λογομαχία. ἀπάτη. φλυαρία. φληναφία».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
tour de charlatan, hâblerie, jonglerie.
Étymologie: τερθρεύω.

Greek Monolingual

ἡ, ΜΑ τερθεύομαι
(στη ρητορική) χρήση σοφιστικής ή σχολαστικής λεπτολογίας
αρχ.
1. λογομαχία σχετικά με λέξεις
2. φλυαρία που γίνεται κυρίως για παραπλάνηση
3. εκστρατεία που γινόταν με σκοπό την άσκηση τών νέων εκείνων που υπηρέτησαν ως περίπολοι, στρατεία.

Russian (Dvoretsky)

τερθρεία:фокусничество, хитросплетение (τ. καὶ στωμυλία Plut.): ἡ τ. ῥητορική Sext. риторическая изворотливость.