εὔχυμος: Difference between revisions
Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1110.png Seite 1110]] = [[εὔχυλος]], wohlschmeckend, Posidon. bei Ath. XIV, 649 d; Medic.; εὐχυμότερος, Plut. gymp. 6, 3 E. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1110.png Seite 1110]] = [[εὔχυλος]], wohlschmeckend, Posidon. bei Ath. XIV, 649 d; Medic.; εὐχυμότερος, Plut. gymp. 6, 3 E. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />d'un bon suc ; d'une saveur agréable;<br /><i>Cp.</i> εὐχυμότερος.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[χυμός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔχῡμος''': -ον, ἔχων καλὸν χυμόν, [[Ποσειδώνιος]], παρ’ Ἀθην. 649D· πρὸς τὴν ἐδωδὴν εὔχ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, ἐν τέλει. - Συγκρ., ἡ [[ὑγρότης]] εὐχυμότερα ποιεῖ Πλούτ. 2. 690Α. -Ἐπίρρ., εὐχύμως, Ροῦφ. Ἐφεσ. σ. 125, ἔκδ. Ruelle. | |lstext='''εὔχῡμος''': -ον, ἔχων καλὸν χυμόν, [[Ποσειδώνιος]], παρ’ Ἀθην. 649D· πρὸς τὴν ἐδωδὴν εὔχ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, ἐν τέλει. - Συγκρ., ἡ [[ὑγρότης]] εὐχυμότερα ποιεῖ Πλούτ. 2. 690Α. -Ἐπίρρ., εὐχύμως, Ροῦφ. Ἐφεσ. σ. 125, ἔκδ. Ruelle. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 19:56, 1 October 2022
English (LSJ)
ον,
A well-flavoured, Posidon.3J.; πρὸς τὴν ἐδωδὴν εὔχυμος Arist.GA763b7: Comp., Plu.2.690a.
II productive of healthy humours, wholesome, Hp.Aff. 55, Gal.17(2).876.
III plump, in good condition, Ptol.Tetr.144.
German (Pape)
[Seite 1110] = εὔχυλος, wohlschmeckend, Posidon. bei Ath. XIV, 649 d; Medic.; εὐχυμότερος, Plut. gymp. 6, 3 E.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
d'un bon suc ; d'une saveur agréable;
Cp. εὐχυμότερος.
Étymologie: εὖ, χυμός.
Greek (Liddell-Scott)
εὔχῡμος: -ον, ἔχων καλὸν χυμόν, Ποσειδώνιος, παρ’ Ἀθην. 649D· πρὸς τὴν ἐδωδὴν εὔχ. Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 3. 11, ἐν τέλει. - Συγκρ., ἡ ὑγρότης εὐχυμότερα ποιεῖ Πλούτ. 2. 690Α. -Ἐπίρρ., εὐχύμως, Ροῦφ. Ἐφεσ. σ. 125, ἔκδ. Ruelle.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ εὔχυμος, -ον)
1. αυτός που έχει καλό και άφθονο χυμό, χυμώδης, ζουμερός
2. εύγευστος, γευστικός, νόστιμος
αρχ.
1. ο δημιουργός καλών, υγεινών χυμών
2. γεν. αυτός που βρίσκεται σε καλή κατάσταση.
επίρρ...
εὐχύμως (Α)
με εύχυμο τρόπο, με καλή χημική κατάσταση, υγιεινά.
Russian (Dvoretsky)
εὔχῡμος: досл. сочный, перен. вкусный (πρὸς τὴν ἐδωδήν Arst.; εὔ. καὶ τρόφιμος Plut.).