θεματικός: Difference between revisions
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1193.png Seite 1193]] zum Thema gehörig, einen aufgestellten Satz betreffend, Rhett. – Das, worauf ein Preis gesetzt ist, ἀγῶνες θεματικοί, im Ggstz der στεφανῖται, Poll. 3, 153. – Ῥῆμα, Stammwort, auf welches die abgeleiteten Formen zurückgeführt werden können, Gramm. – Auch adv., θεματικώτερον, dem Thema entsprechender, Apoll. D. synt. 107, 13. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1193.png Seite 1193]] zum Thema gehörig, einen aufgestellten Satz betreffend, Rhett. – Das, worauf ein Preis gesetzt ist, ἀγῶνες θεματικοί, im Ggstz der στεφανῖται, Poll. 3, 153. – Ῥῆμα, Stammwort, auf welches die abgeleiteten Formen zurückgeführt werden können, Gramm. – Auch adv., θεματικώτερον, dem Thema entsprechender, Apoll. D. synt. 107, 13. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />fait, institué <i>ou</i> arrangé en vue d'un prix proposé.<br />'''Étymologie:''' [[θέμα]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''θεμᾰτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[θέμα]]: 1) [[ἐκεῖνος]] δι’ ὃν πρόκειται [[βραβεῖον]], [[ἀγών]] θ. = [[ἀργυρίτης]], ἀντίθ. [[στεφανίτης]] καὶ [[φυλλίτης]], Πολύδ. Γ΄, 153· ῥυθμὸς θ., μουσικὸς [[τρόπος]] ἔχων ὡς σκοπὸν μόνον τὴν ἐντύπωσιν, Πλούτ. 2. 1135D· πρβλ. [[θεματίτης]]. 2) ῥῆμαθ. ἢ θ. μόνον, [[πρωτότυπος]] [[λέξις]], Ε. Μ. -θεματικώτερον, συμφωνότερον πρὸς τὴν ῥίζαν, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 107. 3) οἱ θεματικοί, οἱ εἰς διαμέρισμά τι ἀνήκοντες ἄνθρωποι, ἐπαρχιῶται ([[θέμα]] 6), Βυζ.· - οἱ θ. κριταί, οἱ εἰς διαμέρισμά τι ἀνήκοντες δικασταί, ἐπαρχιακοί, Λατ. pedanei judices. Πανδέκτ. | |lstext='''θεμᾰτικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[θέμα]]: 1) [[ἐκεῖνος]] δι’ ὃν πρόκειται [[βραβεῖον]], [[ἀγών]] θ. = [[ἀργυρίτης]], ἀντίθ. [[στεφανίτης]] καὶ [[φυλλίτης]], Πολύδ. Γ΄, 153· ῥυθμὸς θ., μουσικὸς [[τρόπος]] ἔχων ὡς σκοπὸν μόνον τὴν ἐντύπωσιν, Πλούτ. 2. 1135D· πρβλ. [[θεματίτης]]. 2) ῥῆμαθ. ἢ θ. μόνον, [[πρωτότυπος]] [[λέξις]], Ε. Μ. -θεματικώτερον, συμφωνότερον πρὸς τὴν ῥίζαν, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 107. 3) οἱ θεματικοί, οἱ εἰς διαμέρισμά τι ἀνήκοντες ἄνθρωποι, ἐπαρχιῶται ([[θέμα]] 6), Βυζ.· - οἱ θ. κριταί, οἱ εἰς διαμέρισμά τι ἀνήκοντες δικασταί, ἐπαρχιακοί, Λατ. pedanei judices. Πανδέκτ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:25, 1 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A of or for a θέμα: I that in which a valuable prize is proposed, ἀγὼν θ., opp. στεφανίτης and φυλλίτης, Poll.3.153, cf. IG3.128.20, IGRom.4.1432.20, 1442.8 (Smyrna), LW894.17 (Delph.); τρόπος θ. a style calculated for effect, Plu.2.1135c; cf. θεματίτης. II arbitrarily fixed, traditional, παρατηρήσεις Phld. Rh.1.195S.: -κόν, τό, ib.151S. 2 Gramm., primary, not derivative, e.g. ἄμφω, which has no sg., EM91.33: θεματικά, τά, elements, ib.232.21: Comp., θεματικώτερα <μέρη> τοῦ λόγου ὀνόματά ἐστι καὶ ῥήματα principal parts, A.D.Adv.121.5; -ώτεραι αἱ πρωτότυποι ἐν τοῖς γένεσιν the personal pronouns form their genders from different θέματα, Id.Pron.110.24. Adv. Comp. -ώτερον, κλιθῆναι by means of different θέματα, e.g. ἐγώ, ἐμοῦ, Id.Synt.102.4.
German (Pape)
[Seite 1193] zum Thema gehörig, einen aufgestellten Satz betreffend, Rhett. – Das, worauf ein Preis gesetzt ist, ἀγῶνες θεματικοί, im Ggstz der στεφανῖται, Poll. 3, 153. – Ῥῆμα, Stammwort, auf welches die abgeleiteten Formen zurückgeführt werden können, Gramm. – Auch adv., θεματικώτερον, dem Thema entsprechender, Apoll. D. synt. 107, 13.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
fait, institué ou arrangé en vue d'un prix proposé.
Étymologie: θέμα.
Greek (Liddell-Scott)
θεμᾰτικός: -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς θέμα: 1) ἐκεῖνος δι’ ὃν πρόκειται βραβεῖον, ἀγών θ. = ἀργυρίτης, ἀντίθ. στεφανίτης καὶ φυλλίτης, Πολύδ. Γ΄, 153· ῥυθμὸς θ., μουσικὸς τρόπος ἔχων ὡς σκοπὸν μόνον τὴν ἐντύπωσιν, Πλούτ. 2. 1135D· πρβλ. θεματίτης. 2) ῥῆμαθ. ἢ θ. μόνον, πρωτότυπος λέξις, Ε. Μ. -θεματικώτερον, συμφωνότερον πρὸς τὴν ῥίζαν, Ἀπολλ. π. Συντάξ. 107. 3) οἱ θεματικοί, οἱ εἰς διαμέρισμά τι ἀνήκοντες ἄνθρωποι, ἐπαρχιῶται (θέμα 6), Βυζ.· - οἱ θ. κριταί, οἱ εἰς διαμέρισμά τι ἀνήκοντες δικασταί, ἐπαρχιακοί, Λατ. pedanei judices. Πανδέκτ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM θεματικός) θέμα
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέμα λέξεως («θεματικό φωνήεν»)
νεοελλ.
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο θέμα της συζήτησης, στην ημερήσια διάταξη τών θεμάτων
μσν.
(στο Βυζάντιο) αυτός που ανήκει σε θέμα, σε διαμέρισμα του βυζαντινού κράτους
Russian (Dvoretsky)
θεμᾰτικός:
1) рассчитанный на получение награды, бьющий на эффект (ῥυθμός Plut.);
2) грам. первоосновной, корневой (ῥῆμα).