λίβος: Difference between revisions
m (Text replacement - "d’" to "d'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0042.png Seite 42]] τό, Tropfen, Hippocr. Uebh. = [[λιβάς]], von Thränen, ἑτοιμότερα γέλωτος ἀνέφερον λίβη, Aesch. Ch. 441. – Auch = [[λίβον]], Chrysipp. bei Ath. XIV, 647 d. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0042.png Seite 42]] τό, Tropfen, Hippocr. Uebh. = [[λιβάς]], von Thränen, ἑτοιμότερα γέλωτος ἀνέφερον λίβη, Aesch. Ch. 441. – Auch = [[λίβον]], Chrysipp. bei Ath. XIV, 647 d. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><b>1</b> goutte d'un liquide, <i>particul.</i> larme;<br /><b>2</b> sorte de gâteau.<br />'''Étymologie:''' R. Λιβ, v. [[λείβω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λίβος''': [ῐ], τό, (√ΛΙΒ, [[λείβω]], = [[λιβάς]])· ἐν τῷ πληθ., δάκρυα, Αἰσχύλ. Χο. 448· ἴδε ἐν λέξ. [[λίπος]]. ΙΙ. τὸ Λατ. libum, [[εἶδος]] πλακοῦντος, Χρύσιππ. Τυανεὺς παρ’ Ἀθην. 647D. | |lstext='''λίβος''': [ῐ], τό, (√ΛΙΒ, [[λείβω]], = [[λιβάς]])· ἐν τῷ πληθ., δάκρυα, Αἰσχύλ. Χο. 448· ἴδε ἐν λέξ. [[λίπος]]. ΙΙ. τὸ Λατ. libum, [[εἶδος]] πλακοῦντος, Χρύσιππ. Τυανεὺς παρ’ Ἀθην. 647D. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 22:00, 1 October 2022
English (LSJ)
[ῐ], εος, τό, (lei/bw) A = λιβάς, in plural, tears, A.Ch.448 (lyr.); v. λίπος. 2 = ἐπίσταγμά τι τῶν ὀμμάτων, Gal.19.118. II = Lat. libum, Chrysipp.Tyan. ap. Ath.15.647d, cf. Ath.3.126a.
German (Pape)
[Seite 42] τό, Tropfen, Hippocr. Uebh. = λιβάς, von Thränen, ἑτοιμότερα γέλωτος ἀνέφερον λίβη, Aesch. Ch. 441. – Auch = λίβον, Chrysipp. bei Ath. XIV, 647 d.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
1 goutte d'un liquide, particul. larme;
2 sorte de gâteau.
Étymologie: R. Λιβ, v. λείβω.
Greek (Liddell-Scott)
λίβος: [ῐ], τό, (√ΛΙΒ, λείβω, = λιβάς)· ἐν τῷ πληθ., δάκρυα, Αἰσχύλ. Χο. 448· ἴδε ἐν λέξ. λίπος. ΙΙ. τὸ Λατ. libum, εἶδος πλακοῦντος, Χρύσιππ. Τυανεὺς παρ’ Ἀθην. 647D.
Greek Monolingual
(I)
λίβος, τὸ (Α)
1. σταλαγμός, σταλαγματιά
2. είδος κολλυρίου
3. στον πληθ. τὰ λίβη ή λίβεα
τα δάκρυα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίψ, λιβός «ρεύμα, ρυάκι» με αναβιβασμό του τόνου].
(II)
λίβος, τὸ (Α)
είδος πίτας από μέλι που προσφερόταν στους θεούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. libum, -i (σπάνια libus, -i), πίτα από γάλα ή λάδι βουτηγμένη στο μέλι, που συνήθως προσφερόταν στους θεούς. Ο τ. libum < libo «χύνω, κάνω σπονδή», της ίδιας ρίζας με το λείβω.
Greek Monotonic
λίβος: [ῐ], τό, = λιβάς· λίβος αἵματος, σταγόνα ή σημάδια αίματος, σε Αισχύλ.· πληθ. λίβη, δάκρυα, στον ίδ.
Russian (Dvoretsky)
λίβος: εος (ῐ) τό капля, слеза Aesch.
Middle Liddell
= λιβάς: λ. αἵματος a drop or fleck of blood, Aesch.: pl. λίβη tears, Aesch.