ζοφώδης: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "<br \/>   <b>1<\/b> (?)(?!.*<br \/><b>)(?!.* <b>)" to "")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{Slater
{{Slater
|sltr=[[ζοφώδης]] ? <br />&nbsp;&nbsp;&nbsp;<b>1</b> [[dark]] Σ (O. 7.86), ἔφη ὁ Πίνδαρος νεφέλην τὴν [[ὕδωρ]] ἔχουσαν ζοφώδη fr. 302.
|sltr=[[ζοφώδης]] ? [[dark]] Σ (O. 7.86), ἔφη ὁ Πίνδαρος νεφέλην τὴν [[ὕδωρ]] ἔχουσαν ζοφώδη fr. 302.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:05, 3 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζοφώδης Medium diacritics: ζοφώδης Low diacritics: ζοφώδης Capitals: ΖΟΦΩΔΗΣ
Transliteration A: zophṓdēs Transliteration B: zophōdēs Transliteration C: zofodis Beta Code: zofw/dhs

English (LSJ)

ες,= ζοφοειδής, οὖρον Hp.Coac.570; θάλαττα Arist.Pr. 944b22; ἀήρ ib.946a34 (Sup.), cf. Vett. Val.312.32; (σελήνη) Thphr. Sign.12; Βόσπορος Str.1.2.9; Εὖρος App.Hann.20; opaque, Cleom. 1.4.

German (Pape)

[Seite 1140] ες, dunkel, Hdn. 1, 8, 12; νέκυς Crinag. 36 (VII,380).

Greek (Liddell-Scott)

ζοφώδης: -ες, = ζοφοειδής, Ἱππ. 213C, Ἀριστ. Προβλ. 26, 37, 53.

French (Bailly abrégé)

ης, ες:
obscur, trouble.
Étymologie: ζόφος, -ωδης.

English (Slater)

ζοφώδης ? dark Σ (O. 7.86), ἔφη ὁ Πίνδαρος νεφέλην τὴν ὕδωρ ἔχουσαν ζοφώδη fr. 302.

Greek Monolingual

-ες (AM ζοφώδης, -ες) ζόφος
αυτός που έχει σκοτεινό χρώμα, σκοτεινός, ζοφερός
μσν.
μτφ. αυτός που είναι βυθισμένος στο σκοτάδι της πλάνης και της αμάθειας, γεμάτος προκαταλήψεις, αμόρφωτος, αδιαφώτιστος.

Russian (Dvoretsky)

ζοφώδης: потемневший, мрачный, темный Arst., Plut., Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ζοφώδης -ες [ζόφος –ειδης] met donkere kleur. Hp.