κάρτος: Difference between revisions
οὐκ ἂν λάβοις παρὰ τοῦ μὴ ἔχοντος → you can't take from one who doesn't have, you can't squeeze blood out of a turnip, you can't get blood out of a turnip, you can't get blood from a stone, you can't get blood out of a stone
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1331.png Seite 1331]] τό, ep. = [[κράτος]], Stärke, Kraft, Muth; Il. 9, 254; καὶ [[σθένος]] 17, 321; καὶ βίη Od. 6, 197; ἠνορέῃ πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν Il. 11, 9; Hes. Th. 73 u. sp. D.; auch Her. 8, 2 [[varia lectio|v.l.]] | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1331.png Seite 1331]] τό, ep. = [[κράτος]], Stärke, Kraft, Muth; Il. 9, 254; καὶ [[σθένος]] 17, 321; καὶ βίη Od. 6, 197; ἠνορέῃ πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν Il. 11, 9; Hes. Th. 73 u. sp. D.; auch Her. 8, 2 [[varia lectio|v.l.]] | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br /><i>épq. et ion. c.</i> [[κράτος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάρτος''': -εος, τό, Ἐπικ. ἀντὶ [[κράτος]] (ὃ ἴδε), [[ἰσχύς]], [[δύναμις]], [[ῥώμη]], κάρτεϊ καὶ σθένει σφετέρῳ, Ἰλ. Ρ. 322· [[κάρτος]] τε βίη τε Ὀδ. Ζ. 197· κάρτεϊ νικήσας πατέρα Ἡσ. Θ. 73· παρ’ Ἡροδ. 8. 2 ἐν ταῖς νεωτέραις ἐκδόσεσι διορθοῦται [[κράτος]], κατὰ τὴν ἐπικρατοῦσαν παρ’ αὐτῷ χρῆσιν. | |lstext='''κάρτος''': -εος, τό, Ἐπικ. ἀντὶ [[κράτος]] (ὃ ἴδε), [[ἰσχύς]], [[δύναμις]], [[ῥώμη]], κάρτεϊ καὶ σθένει σφετέρῳ, Ἰλ. Ρ. 322· [[κάρτος]] τε βίη τε Ὀδ. Ζ. 197· κάρτεϊ νικήσας πατέρα Ἡσ. Θ. 73· παρ’ Ἡροδ. 8. 2 ἐν ταῖς νεωτέραις ἐκδόσεσι διορθοῦται [[κράτος]], κατὰ τὴν ἐπικρατοῦσαν παρ’ αὐτῷ χρῆσιν. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 18:10, 1 October 2022
English (LSJ)
εος, τό, Ep. and Dor. for κράτος (for which it is v.l. in Hdt.8.2), strength, vigour, κάρτεϊ καὶ σθένεϊ σφετέρῳ Il.17.322; κάρτος τε βίη τε Od.6.197; violence, force, κάρτεϊ νικήσας πατέρα Hes.Th. 73; κάρτεϊ, = βίᾳ, Leg.Gort.2.3, al.
German (Pape)
[Seite 1331] τό, ep. = κράτος, Stärke, Kraft, Muth; Il. 9, 254; καὶ σθένος 17, 321; καὶ βίη Od. 6, 197; ἠνορέῃ πίσυνοι καὶ κάρτεϊ χειρῶν Il. 11, 9; Hes. Th. 73 u. sp. D.; auch Her. 8, 2 v.l.
French (Bailly abrégé)
ion. -εος, att. -ους (τό) :
épq. et ion. c. κράτος.
Greek (Liddell-Scott)
κάρτος: -εος, τό, Ἐπικ. ἀντὶ κράτος (ὃ ἴδε), ἰσχύς, δύναμις, ῥώμη, κάρτεϊ καὶ σθένει σφετέρῳ, Ἰλ. Ρ. 322· κάρτος τε βίη τε Ὀδ. Ζ. 197· κάρτεϊ νικήσας πατέρα Ἡσ. Θ. 73· παρ’ Ἡροδ. 8. 2 ἐν ταῖς νεωτέραις ἐκδόσεσι διορθοῦται κράτος, κατὰ τὴν ἐπικρατοῦσαν παρ’ αὐτῷ χρῆσιν.
English (Autenrieth)
see κράτος.
εος: superior strength, might, power, then mastery, victory, Od. 1.359, Od. 21.280.
Greek Monolingual
κάρτος, τὸ (Α)
(επικ. και δωρ. τ.) βλ. κράτος.
Greek Monotonic
κάρτος: -εος, τό, Επικ. αντί κράτος, δοτ. κάρτεϊ, δύναμη, ρώμη, ακμή, σθένος, σε Όμηρ., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
κάρτος: εος τό эп.-ион. (= κράτος) сила, мощь, мужество (χειρῶν Hom.; βίῃ καὶ κάρτεϊ Hes.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κάρτος -ους, zonder contr. -εος, τό ep. voor κράτος.
Middle Liddell
κάρτος, εος, [epic for κράτος
strength, vigour, courage, Hom., Hes.