μικροπρεπής: Difference between revisions

From LSJ

Φεῦγ' ἡδονὴν φέρουσαν ὕστερον βλάβην → Procul voluptas sit ea, quam excipit dolor → Lass nicht auf Lust dich ein, die später Schaden bringt

Menander, Monostichoi, 532
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0184.png Seite 184]] ές, der Ggstz von [[μεγαλοπρεπής]] und [[ἐλευθέριος]], [[kleinlich]], bes. in Geldsachen, von niedriger, gemeiner Denkart; ἡ περὶ λέξιν [[ἅμιλλα]] μικροπρεπὲς φαίνεται καὶ σοφιστικόν, Plut. Nic. 1; Luc. Epist. saturn. 32 u. a. Sp. – Auch adv. μικροπρεπῶς, Schol. Eur. Phoen. 111.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0184.png Seite 184]] ές, der Ggstz von [[μεγαλοπρεπής]] und [[ἐλευθέριος]], [[kleinlich]], bes. in Geldsachen, von niedriger, gemeiner Denkart; ἡ περὶ λέξιν [[ἅμιλλα]] μικροπρεπὲς φαίνεται καὶ σοφιστικόν, Plut. Nic. 1; Luc. Epist. saturn. 32 u. a. Sp. – Auch adv. μικροπρεπῶς, Schol. Eur. Phoen. 111.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />de petit esprit <i>ou</i> de petit caractère, mesquin, pointilleux, parcimonieux ; <i>en gén.</i> vulgaire.<br />'''Étymologie:''' [[μικρός]], [[πρέπω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μῑκροπρεπής''': -ές, ([[πρέπω]]) ὡς τὸ [[μικρολόγος]], [[εὐτελής]], [[χαμερπής]], [[φειδωλός]], σχεδὸν ἰσοδύναμον τῷ Λατ. illiberalis, [[ἀνελεύθερος]], [[δουλοπρεπής]], ἀντίθ. τῷ [[μεγαλοπρεπής]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4, 2, 21, κ. ἀλλ.· ἐπὶ πραγμάτων, [[αὐτόθι]] 4. 2, 8. Ἐπίρρ. -πῶς, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 111.
|lstext='''μῑκροπρεπής''': -ές, ([[πρέπω]]) ὡς τὸ [[μικρολόγος]], [[εὐτελής]], [[χαμερπής]], [[φειδωλός]], σχεδὸν ἰσοδύναμον τῷ Λατ. illiberalis, [[ἀνελεύθερος]], [[δουλοπρεπής]], ἀντίθ. τῷ [[μεγαλοπρεπής]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4, 2, 21, κ. ἀλλ.· ἐπὶ πραγμάτων, [[αὐτόθι]] 4. 2, 8. Ἐπίρρ. -πῶς, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 111.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />de petit esprit <i>ou</i> de petit caractère, mesquin, pointilleux, parcimonieux ; <i>en gén.</i> vulgaire.<br />'''Étymologie:''' [[μικρός]], [[πρέπω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:25, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικροπρεπής Medium diacritics: μικροπρεπής Low diacritics: μικροπρεπής Capitals: ΜΙΚΡΟΠΡΕΠΗΣ
Transliteration A: mikroprepḗs Transliteration B: mikroprepēs Transliteration C: mikroprepis Beta Code: mikropreph/s

English (LSJ)

ές, (πρέπω) petty, mean, shabby, opp. μεγαλοπρεπής, Arist.EN1123a27; ἡ ἀκριβολογία μικροπρεπές ib.1122b8; μικροπρεπὲς ἡ ἀκρίβεια Demetr.Eloc.53, cf. 60, Charond. ap. Stob.4.2.24, Phalar.Ep.118 (Comp.); μικροπρεπής βίος Plu.2.8a. Adv. μικροπρεπῶς Posidon. ap. Gal.5.471, Sch.E.Ph.111.

German (Pape)

[Seite 184] ές, der Ggstz von μεγαλοπρεπής und ἐλευθέριος, kleinlich, bes. in Geldsachen, von niedriger, gemeiner Denkart; ἡ περὶ λέξιν ἅμιλλα μικροπρεπὲς φαίνεται καὶ σοφιστικόν, Plut. Nic. 1; Luc. Epist. saturn. 32 u. a. Sp. – Auch adv. μικροπρεπῶς, Schol. Eur. Phoen. 111.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de petit esprit ou de petit caractère, mesquin, pointilleux, parcimonieux ; en gén. vulgaire.
Étymologie: μικρός, πρέπω.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκροπρεπής: -ές, (πρέπω) ὡς τὸ μικρολόγος, εὐτελής, χαμερπής, φειδωλός, σχεδὸν ἰσοδύναμον τῷ Λατ. illiberalis, ἀνελεύθερος, δουλοπρεπής, ἀντίθ. τῷ μεγαλοπρεπής, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4, 2, 21, κ. ἀλλ.· ἐπὶ πραγμάτων, αὐτόθι 4. 2, 8. Ἐπίρρ. -πῶς, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 111.

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ μικροπρεπής, Α και μτγν. τ. σμικροπρεπής, -ές)
αυτός που συμπεριφέρεται με τρόπο που προσιδιάζει σε ασήμαντους ανθρώπους, χαμερπής, ευτελής, αναξιοπρεπής, πρόστυχος
αρχ.
1. ανελεύθερος, δουλοπρεπής
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ μικροπρεπές
α) το τετριμμένο, η κοινοτοπία
β) μικροψυχία
γ) το να είναι κανείς υποταγμένος σε κάτι.
επίρρ...
μικροπρεπώς (ΑΜ μικροπρεπῶς)
με μικροπρεπή τρόπο, με τρόπο που αρμόζει σε μικροπρεπή άνθρωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -πρεπής (< πρέπω), πρβλ. μεγαλοπρεπής].

Greek Monotonic

μῑκροπρεπής: -ές (πρέπω), αυτός που είναι ασήμαντος στις αντιλήψεις, τις ιδέες του, τσιγκούνης, μικροπρεπής, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

μῑκροπρεπής:
1) мелочный (ἡ περὶ λέξιν ἅμιλλα Plut.);
2) мелкий, жалкий, ничтожный (καὶ ἄλλα μικροπρεπῆ καὶ ἥκιστα ἐλευθέροις πρέποντα Luc.).

Middle Liddell

μῑκροπρεπής, ές πρέπω
petty in one's notions, mean, shabby, Arist.