μολιβαχθής: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε θηρίον θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god

Aristotle, Politics, 1253a25
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0199.png Seite 199]] ές, mit Blei beschwert, [[στάθμη]], Philps. 15 (VI, 103).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0199.png Seite 199]] ές, mit Blei beschwert, [[στάθμη]], Philps. 15 (VI, 103).
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />chargé de plomb.<br />'''Étymologie:''' [[μόλιβος]], [[ἄχθος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μολῐβαχθής''': -ές, [[βαρύς]], [[ἕνεκα]] μολύβδου, «μολυβωμένος», [[στάθμη]] Ἀνθ. Π. 6. 103.
|lstext='''μολῐβαχθής''': -ές, [[βαρύς]], [[ἕνεκα]] μολύβδου, «μολυβωμένος», [[στάθμη]] Ἀνθ. Π. 6. 103.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />chargé de plomb.<br />'''Étymologie:''' [[μόλιβος]], [[ἄχθος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 22:53, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μολῐβαχθής Medium diacritics: μολιβαχθής Low diacritics: μολιβαχθής Capitals: ΜΟΛΙΒΑΧΘΗΣ
Transliteration A: molibachthḗs Transliteration B: molibachthēs Transliteration C: molivachthis Beta Code: molibaxqh/s

English (LSJ)

ές, heavy with lead, leaded, στάθμη AP6.103 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 199] ές, mit Blei beschwert, στάθμη, Philps. 15 (VI, 103).

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
chargé de plomb.
Étymologie: μόλιβος, ἄχθος.

Greek (Liddell-Scott)

μολῐβαχθής: -ές, βαρύς, ἕνεκα μολύβδου, «μολυβωμένος», στάθμη Ἀνθ. Π. 6. 103.

Greek Monolingual

μολιβαχθής, -ές (Α)
αυτός που είναι βαρύς από τον μόλυβδο που περιέχει, ο μολυβωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόλιβος + -αχθής (< ἄχθος «βάρος, φορτίο»), πρβλ. ανδρ.-αχθής, οιν-αχθής].

Greek Monotonic

μολῐβαχθής: -ές (ἄχθος), αυτός που είναι βαρύς επειδή φέρει μόλυβδο, αυτός που είναι επιχρισμένος ή φορτωμένος με μόλυβδο, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

μολῐβαχθής: отягощенный или утяжеленный свинцом (στάθμη Anth.).

Middle Liddell

μολῐβ-αχθής, ές ἄχθος
heavy with lead, leaded, Anth.