τετραθέλυμνος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1097.png Seite 1097]] von vier Lagen; [[σάκος]], ein Schild von vier über einander liegenden Rindshäuten, Il. 15, 479 Od. 22, 122.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1097.png Seite 1097]] von vier Lagen; [[σάκος]], ein Schild von vier über einander liegenden Rindshäuten, Il. 15, 479 Od. 22, 122.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à quatre fondements <i>en parl. d'un bouclier, càd</i> revêtu de quatre peaux.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], θέλυμνον.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τετρᾰθέλυμνος''': -ον, (θέλυμνον) [[τετράπτυχος]], τ. [[σάκος]] «τετραθέλυμνον· τετράπτυχον, ἐκ τεσσάρων πτυχῶν τεθειμένον, ὅ ἐστιν ἐπιθήματα ἔχον τέσσαρα ἐπάλληλα, ἐκ τεσσάρων δερμάτων συνεστὼς» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Ο. 479, Ὀδ. Χ. 122.
|lstext='''τετρᾰθέλυμνος''': -ον, (θέλυμνον) [[τετράπτυχος]], τ. [[σάκος]] «τετραθέλυμνον· τετράπτυχον, ἐκ τεσσάρων πτυχῶν τεθειμένον, ὅ ἐστιν ἐπιθήματα ἔχον τέσσαρα ἐπάλληλα, ἐκ τεσσάρων δερμάτων συνεστὼς» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Ο. 479, Ὀδ. Χ. 122.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à quatre fondements <i>en parl. d'un bouclier, càd</i> revêtu de quatre peaux.<br />'''Étymologie:''' [[τέσσαρες]], θέλυμνον.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 09:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τετρᾰθέλυμνος Medium diacritics: τετραθέλυμνος Low diacritics: τετραθέλυμνος Capitals: ΤΕΤΡΑΘΕΛΥΜΝΟΣ
Transliteration A: tetrathélymnos Transliteration B: tetrathelymnos Transliteration C: tetrathelymnos Beta Code: tetraqe/lumnos

English (LSJ)

ον, (θέλυμνον) of four layers, σάκος τ. a shield of four ox-hides, Il.15.479 = Od.22.122.

German (Pape)

[Seite 1097] von vier Lagen; σάκος, ein Schild von vier über einander liegenden Rindshäuten, Il. 15, 479 Od. 22, 122.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à quatre fondements en parl. d'un bouclier, càd revêtu de quatre peaux.
Étymologie: τέσσαρες, θέλυμνον.

Greek (Liddell-Scott)

τετρᾰθέλυμνος: -ον, (θέλυμνον) τετράπτυχος, τ. σάκος «τετραθέλυμνον· τετράπτυχον, ἐκ τεσσάρων πτυχῶν τεθειμένον, ὅ ἐστιν ἐπιθήματα ἔχον τέσσαρα ἐπάλληλα, ἐκ τεσσάρων δερμάτων συνεστὼς» (Ἡσύχ.), Ἰλ. Ο. 479, Ὀδ. Χ. 122.

English (Autenrieth)

(θέλυμνον): of four layers (of hide), Il. 15.479 and Od. 22.122.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερεις πτυχές, τετράπτυχοςσάκος τετραθέλυμνον» — ασπίδα από τέσσερα δέρματα βοδιού τα οποία βρίσκονται το ένα πάνω στο άλλο, Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ.λ. θέλυμνον].

Greek Monotonic

τετρᾰθέλυμνος: -ον (θέλυμνον), τετράπτυχος, τετραθέλυμνον σάκος, ασπίδα αποτελούμενη από τέσσερις δερμάτινες στρώσεις, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

τετρᾰθέλυμνος: четырехслойный, т. е. сшитый из четырех кож (σάκος Hom.).

Middle Liddell

τετρᾰ-θέλυμνος, ον, θέλυμνον
of four layers, τ. σάκος a shield of four ox-hides, Hom.