ὑπεροπλίζομαι: Difference between revisions
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1199.png Seite 1199]] dep. med., mit Waffengewalt überwinden, besiegen; οὐκ ἄν [[τίς]] μιν (αὐλήν) ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο, Ol. 17, 268, erobern, einnehmen, nach Aristarch; Andere erklärten verachten und übermüthig behandeln, s. Buttm. Lexil. II p. 215; als intrans., ein [[ὑπέροπλος]] sein, übermüthig u. frech sein, Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1199.png Seite 1199]] dep. med., mit Waffengewalt überwinden, besiegen; οὐκ ἄν [[τίς]] μιν (αὐλήν) ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο, Ol. 17, 268, erobern, einnehmen, nach Aristarch; Andere erklärten verachten und übermüthig behandeln, s. Buttm. Lexil. II p. 215; als intrans., ein [[ὑπέροπλος]] sein, übermüthig u. frech sein, Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>opt. ao. poét. 3ᵉ sg.</i> ὑπεροπλίσσαιτο;<br />vaincre par la force des armes ; <i>sel. d’autres</i> traiter avec arrogance, acc..<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέροπλος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑπεροπλίζομαι''': μέλλ. -ίσομαι, ἀποθ.· ([[ὁπλίζω]])· ― διὰ τῶν ὅπλων [[καταβάλλω]], νικῶ, οὐκ ἄν τις μιν ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο Ὀδ. Ρ. 268. ― [[Κατὰ]] τὸν Σχολιαστ. «ὑπεροπλίσσαιτο, [[ἤτοι]] ὑπερηφανήσει, ἢ εὐχερῶς ἐπιβουλεύσει». ― «Ὁ Ἀρίσταρχος ἀποδίδωσιν, νικήσειεν» Ἀπολλ. Λεξ. Ὀμ. σ. 675, [[ἔνθα]] ἴδε καὶ τὴν γνώμην [[αὐτοῦ]] τοῦ Ἀπολλωνίου. | |lstext='''ὑπεροπλίζομαι''': μέλλ. -ίσομαι, ἀποθ.· ([[ὁπλίζω]])· ― διὰ τῶν ὅπλων [[καταβάλλω]], νικῶ, οὐκ ἄν τις μιν ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο Ὀδ. Ρ. 268. ― [[Κατὰ]] τὸν Σχολιαστ. «ὑπεροπλίσσαιτο, [[ἤτοι]] ὑπερηφανήσει, ἢ εὐχερῶς ἐπιβουλεύσει». ― «Ὁ Ἀρίσταρχος ἀποδίδωσιν, νικήσειεν» Ἀπολλ. Λεξ. Ὀμ. σ. 675, [[ἔνθα]] ἴδε καὶ τὴν γνώμην [[αὐτοῦ]] τοῦ Ἀπολλωνίου. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 18:15, 2 October 2022
English (LSJ)
(ὁπλίζω) vanquish by force of arms, οὐκ ἄν τίς μιν ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο Od.17.268, acc. to Aristarch.; others expld. it as treat haughtily or scornfully:—Act. in Suid. (-ῆσαι Hsch.).
German (Pape)
[Seite 1199] dep. med., mit Waffengewalt überwinden, besiegen; οὐκ ἄν τίς μιν (αὐλήν) ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο, Ol. 17, 268, erobern, einnehmen, nach Aristarch; Andere erklärten verachten und übermüthig behandeln, s. Buttm. Lexil. II p. 215; als intrans., ein ὑπέροπλος sein, übermüthig u. frech sein, Sp.
French (Bailly abrégé)
opt. ao. poét. 3ᵉ sg. ὑπεροπλίσσαιτο;
vaincre par la force des armes ; sel. d’autres traiter avec arrogance, acc..
Étymologie: ὑπέροπλος.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπεροπλίζομαι: μέλλ. -ίσομαι, ἀποθ.· (ὁπλίζω)· ― διὰ τῶν ὅπλων καταβάλλω, νικῶ, οὐκ ἄν τις μιν ἀνὴρ ὑπεροπλίσσαιτο Ὀδ. Ρ. 268. ― Κατὰ τὸν Σχολιαστ. «ὑπεροπλίσσαιτο, ἤτοι ὑπερηφανήσει, ἢ εὐχερῶς ἐπιβουλεύσει». ― «Ὁ Ἀρίσταρχος ἀποδίδωσιν, νικήσειεν» Ἀπολλ. Λεξ. Ὀμ. σ. 675, ἔνθα ἴδε καὶ τὴν γνώμην αὐτοῦ τοῦ Ἀπολλωνίου.
English (Autenrieth)
aor. opt. -σσαιτο: vanquish by force of arms; according to others, presumptuously blame, Od. 17.268†.
Greek Monolingual
Α ὑπέροπλος
υπερισχύω με τη δύναμη τών όπλων, κατανικώ ή, κατ' άλλους, συμπεριφέρομαι υπεροπτικά και αλαζονικά, περιφρονώ.
Greek Monotonic
ὑπεροπλίζομαι: (ὁπλίζω), μέλ. -ίσομαι· -οπλίσσαιτο, Επικ. γʹ ενικ. ευκτ. αορ. αʹ· αποθ., κατατροπώνω με τη δύναμη των όπλων ή (από το ὑπέροπλος), φέρομαι με περιφρόνηση, σε Ομήρ. Οδ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπεροπλίζομαι: одолевать силой оружия или дерзновенно захватывать (sc. αὐλήν Hom.).
Middle Liddell
fut. ίσομαι 3rd sg. epic aor1 opt. -οπλίσσαιτο ὁπλίζω
Dep. to vanquish by force of arms, or (from ὑπέροπλοσ) to treat scornfully, Od.