λοῖσθος: Difference between revisions
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span>(?s)(?!.*<span class="bld">) " to "") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=loi=sqos | |Beta Code=loi=sqos | ||
|Definition=(A), ον, [[left behind]], [[last]], <span class="bibl">Il.23.536</span>, Lyc.163, <span class="bibl">Euph.51.13</span>, etc.; ὁ [[θάνατος]] λοῖσθος [[ἰατρὸς]] νόσων = [[death]] is the [[ultimate]] [[healer]] of [[sickness]]es <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>698</span>: Sup. [[λοισθότατος]] = [[last of all]], <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>921</span>; [[λοισθοτάτας χάριτας]] = [[the last honours]] (to the [[dead]]), <span class="title">IG</span>14.1721.</span><br />(B), ὁ, [[beam]], λοῖσθοι ἓξ ὥστε μοχλοῖς χρῆσθαι <span class="title">IG</span>22.1673.17 (iv B. C.); [[boom]], [[gaff]], [[spar]], <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>1597</span>. | |Definition=(A), ον, [[left behind]], [[last]], <span class="bibl">Il.23.536</span>, Lyc.163, <span class="bibl">Euph.51.13</span>, etc.; ὁ [[θάνατος]] λοῖσθος [[ἰατρὸς]] νόσων = [[death]] is the [[ultimate]] [[healer]] of [[sickness]]es <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>698</span>: Sup. [[λοισθότατος]] = [[last of all]], <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>921</span>; [[λοισθοτάτας χάριτας]] = [[the last honours]] (to the [[dead]]), <span class="title">IG</span>14.1721.</span><br />(B), ὁ, [[beam]], λοῖσθοι ἓξ ὥστε μοχλοῖς χρῆσθαι <span class="title">IG</span>22.1673.17 (iv B. C.); [[boom]], [[gaff]], [[spar]], <span class="bibl">E.<span class="title">Hel.</span>1597</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />extrême, <i>càd</i> dernier, qui vient après tous les autres.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λοῖσθος''': -ον, [[ἔσχατος]], [[ὕστατος]], Ἰλ. Ψ. 536· Ὑπερθ. λοισθότατος, [[ἔσχατος]] πάντων, Ἡσ. Θ. 921· λοισθοτάτας χάριτας, τὰς ὑστάτας τιμὰς (τοῦ νεκροῦ), Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 573· - [[ὡσαύτως]] παρὰ Τραγ., ὁ [[θάνατος]] [[λοίσθιος]] ἰατρὸς κακῶν Σοφ. Ἀποσπ. 626, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1597. (Ἐκτεταμένον: [[λοίσθιος]], [[λοισθήιος]]· - πρέπει νὰ [[εἶναι]] ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ [[λοιπός]], [[ἴσως]] [[εἶδος]] ὑπερθ., λοίπιστος, λοῖσθος). | |lstext='''λοῖσθος''': -ον, [[ἔσχατος]], [[ὕστατος]], Ἰλ. Ψ. 536· Ὑπερθ. λοισθότατος, [[ἔσχατος]] πάντων, Ἡσ. Θ. 921· λοισθοτάτας χάριτας, τὰς ὑστάτας τιμὰς (τοῦ νεκροῦ), Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 573· - [[ὡσαύτως]] παρὰ Τραγ., ὁ [[θάνατος]] [[λοίσθιος]] ἰατρὸς κακῶν Σοφ. Ἀποσπ. 626, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1597. (Ἐκτεταμένον: [[λοίσθιος]], [[λοισθήιος]]· - πρέπει νὰ [[εἶναι]] ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ [[λοιπός]], [[ἴσως]] [[εἶδος]] ὑπερθ., λοίπιστος, λοῖσθος). | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 21:40, 1 October 2022
English (LSJ)
(A), ον, left behind, last, Il.23.536, Lyc.163, Euph.51.13, etc.; ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρὸς νόσων = death is the ultimate healer of sicknesses S.Fr.698: Sup. λοισθότατος = last of all, Hes.Th.921; λοισθοτάτας χάριτας = the last honours (to the dead), IG14.1721.
(B), ὁ, beam, λοῖσθοι ἓξ ὥστε μοχλοῖς χρῆσθαι IG22.1673.17 (iv B. C.); boom, gaff, spar, E.Hel.1597.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
extrême, càd dernier, qui vient après tous les autres.
Étymologie: DELG étym. ignorée.
Greek (Liddell-Scott)
λοῖσθος: -ον, ἔσχατος, ὕστατος, Ἰλ. Ψ. 536· Ὑπερθ. λοισθότατος, ἔσχατος πάντων, Ἡσ. Θ. 921· λοισθοτάτας χάριτας, τὰς ὑστάτας τιμὰς (τοῦ νεκροῦ), Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 573· - ὡσαύτως παρὰ Τραγ., ὁ θάνατος λοίσθιος ἰατρὸς κακῶν Σοφ. Ἀποσπ. 626, πρβλ. Εὐρ. Ἑλ. 1597. (Ἐκτεταμένον: λοίσθιος, λοισθήιος· - πρέπει νὰ εἶναι ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς καὶ τὸ λοιπός, ἴσως εἶδος ὑπερθ., λοίπιστος, λοῖσθος).
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
(I)
λοῑσθος, -ον (Α)
έσχατος, ύστατος, λοίσθιος («θάνατος λοῑσθος ἰατρὸς κακῶν», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά την επικρατέστερη άποψη < λοιhισ-θFoς, σύνθ. λέξη της οποίας το α' συνθετικό συνδέεται ετυμολ. με το συγκριτικού βαθμού γερμ. lais-iz «λιγότερος» και με το αγγλ. less «λιγότερος», ενώ το β' συνθετικό με τα θέω «τρέχω», θοός «γρήγορος». Η αρχική σημ. θα ήταν επομένως «εκείνος που τρέχει λιγότερο γρήγορα».
ΠΑΡ. αρχ. λοισθήιος, λοίσθημα, λοίσθων, λοισθώνη].
(II)
λοῑσθος, ὁ (Α)
1. δοκός, δοκάρι
2. κεραία ή ιστός («οὐκ εἶ ὅ μέν τις λοῑσθον ἀρεῑται δόρυ», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Δεν αποκλείεται να πρόκειται για το λοίσθος (I) με εξειδικευμένη σημ. «αυτό που χρησιμοποιείται τελευταίο» (για να ανυψώσει κανείς σώματα)].
Greek Monotonic
λοῖσθος: -ον, = λοῖπος, έσχατος, ύστατος, τελευταίος, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.· υπερθ. λοισθότατος, έσχατος όλων, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
λοῖσθος: последний, крайний (ἀνήρ Her.): λοῖσθον δόρυ Eur. наконечник копья; λ. ἰατρὸς κακῶν Soph. = θάνατος.
Frisk Etymological English
1.
Grammatical information: adj.
Meaning: the last (Ψ 536).
Derivatives: λοίσθιος (Pi., trag., Theoc., A. R.), (τὸ) λοίσθιον adv. at last. λοισθήϊος regarding the last, (τὰ) λοισθήϊα the last price (Ψ 785, 751; as ἀριστήϊον, -ϊα; cf. Risch 46); λοίσθημα τέλος, πέρας H. (on the nominal deriv. Chantraine Form. 178). Unclear λοίσθωνας τοὺς ἀκρατεῖς περὶ τὰ ἀφροδίσια H. and λοισθώνη ἡ θρασεῖα Suid. - Details in Seiler Steigerungsformen 121; on λοῖσθος: -ιος also Chantraine 37.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: No etymology. Al suggested explanations are unconvincing: from *λοιhισ-θϜ-ος "the weakest in the course" to θέω and Germ. *laisiz less in NEngl. less a. o. (Osthoff MU 6, 314ff.); from *λοιhισ-τος (WP. 2, 388; rejected by Schwyzer 537 n. 7); to Lith. léidžiu, léisti let, Lat. lūdus game etc. (Danielsson Altital. Stud. 4, 171ff.; Person Beitr. 2, 711 n. 1 a. 962, Brugmann IF 18, 433ff.; in details diff.); from *λοhισ-τος to Goth. las-iws weak, powerless etc. (Solmsen IF 13, 140ff.). Diff. again Scheftelowitz KZ 56, 179: from *sloidh-to- to OCS po-slědьńь ἔσχατος, utmost, last' (from slědъ trace), Lith. slýsti, slýdau glide, ὀλισθάνω etc.; IE *(s)leidh-'slippery, glide' (WP. 2, 707f., Pok. 970f.).
2.
Grammatical information: m.
Meaning: beam (IG 22, 1673, 17; IVa), also as adjunct of δόρυ, covering beam(?) (E. Hel. 1597).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Ngr. λοστός lever, (Hebe-eisen?) seems to suppose an orig. λοϊσθός, s. Georgacas Glotta 36, 168. Further unclear; guess by Persson Beitr. 2, 962 (on p. 711 n. 1): to Latv. laides Bretter am oberen Rand eines Kahnes (after Mühlenbach-Endzelin as "Eingelassenes, Ausgebreitetes" from laĩst let).
Middle Liddell
λοῖσθος, ον = λοῖπος,]
left behind, last, Il., Eur.;Sup. λοισθότατος last of all, Hes.
Frisk Etymology German
λοῖσθος: 1. (vereinzelt ep. poet. seit Ψ 536),
{loĩsthos}
Forms: λοίσθιος (Pi., Trag., Theok., A. R.), (τὸ) λοίσθιον Adv. zuletzt.
Meaning: der äußerste, der hinterste, der letzte,
Derivative: Davon λοισθήϊος auf den letzten bezüglich, (τὰ) λοισθήϊα der letzte Preis (Ψ 785, 751; wie ἀριστήϊον, -ϊα; vgl. Risch ̨ 46); λοίσθημα· τέλος, πέρας H. (zur nominalen Ableitung Chantraine Form. 178). Unklar λοίσθωνας· τοὺς ἀκρατεῖς περὶ τὰ ἀφροδίσια H. und λοισθώνη· ἡ θρασεῖα Suid. — Einzelheiten bei Seiler Steigerungsformen 121; zu λοῖσθος: -ιος auch Chantraine 37.
Etymology: Ohne Etymologie. Die wiederholten Erklärungsversuche sind alle erfolglos geblieben: aus *λοιhισθϝος "der im Lauf schwächste" zu θέω und germ. *laisiz weniger, minder in nengl. less u. a. (Osthoff MU 6, 314ff. m. Lit. u. ausführl. Behandlung); aus *λοιhιστος (WP. 2, 388; ablehnend Schwyzer 537 A. 7); zu lit. léidžiu, léisti lassen, lat. lūdus Spiel usw. (Danielsson Altital. Stud. 4, 171ff.; Person Beitr. 2, 711 A. 1 u. 962, Brugmann IF 18, 433ff.; im einzelnen voneinander abweichend); aus *λοhιστος zu got. las-iws schwach, kraftlos usw. (Solmsen IF 13, 140ff.). Noch anders Scheftelowitz KZ 56, 179 (mit Kritik früherer Vorschläge): aus *sloidh-to- zu aksl. po-slědьńь ’ἔσχατος, äußerster, letzter’ (von slědъ Spur), lit. slýsti, slýdau gleiten, ὀλισθάνω usw.; idg. (s)leidh-’schlüpfrig, gleiten’ (WP. 2, 707f., Pok. 970f.).
Page 2,135