περιπολέω: Difference between revisions

From LSJ

Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) (\([\p{Cyrillic}\s]+\)) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2, $3, $4, $5 $6")
m (Text replacement - "l’" to "l'")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />tourner tout autour ; faire le tour de, parcourir, acc. <i>ou</i> [[κατά]] et l’acc..<br />'''Étymologie:''' [[περίπολος]].
|btext=-ῶ :<br />tourner tout autour ; faire le tour de, parcourir, acc. <i>ou</i> [[κατά]] et l'acc..<br />'''Étymologie:''' [[περίπολος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 10:25, 5 September 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περιπολέω Medium diacritics: περιπολέω Low diacritics: περιπολέω Capitals: ΠΕΡΙΠΟΛΕΩ
Transliteration A: peripoléō Transliteration B: peripoleō Transliteration C: peripoleo Beta Code: peripole/w

English (LSJ)

A go round or go about, wander about, S.OT1254; καθ; Ἑλλάδα E.IT84,1455; μετά τινος Pl.Phdr.252c; ἡ στρατιὰ ἡ μετὰ βασιλέως περιπολοῦσα Isoc.4.145; of the sun or stars, Pl.Ti.41a, Arist.Fr.10, Epicur.Ep.2p.52U.: aor. Pass. in med. sense, D.L.8.4. II c. acc. loci, traverse, οὐρανόν Pl.Phdr.246b; τόνδε τὸν τόπον Id.Tht.176a; π. στρατόν prowl about it, E.Rh.773; ἔρως ὁ τὰς πόλεις π. Philostr.Ep.5, etc. 2 at Athens, οἱ ταχθέντες… περιπολεῖν τὴν χώραν = to patrol the country, X.Vect.4.52; οἱ ἔφηβοι… π. τὴν χώραν Arist.Ath.42.4, cf. IG12.99.22 (prob.).

German (Pape)

[Seite 588] umherbewegen, umhertreiben, gew. intrans., sich um Etwas herumbewegen, umhergehen, -schweifen; Soph. O. R. 1254; καθ' Ἑλλάδα, Eur. I. T. 84; auch c. accus., λεύσσω φῶτε περιπολοῦνθ' ἡμῶν στρατόν, umwandeln, Rhes. 773; Plat. Phaedr. 246 b u. öfter; ἄνω καὶ κάτω τὴν Ἴδην περιπολοῦσιν, Luc. Deor. D. 12, 1; ἡ μετὰ βασιλέως περιπολοῦσα στρατιά, Isocr. 4, 145.

Greek (Liddell-Scott)

περιπολέω: περιέρχομαι τῇδε κἀκεῖσε, περιπλανῶμαι, περιφέρομαι, Σοφ. Ο. Τ. 1254, Εὐρ. Ι. Τ. 84· π. καθ’ Ἑλλάδα αὐτόθι 1455· μετά τινος Πλάτ. Φαῖδρ. 252C· ἡ στρατιὰ ἡ μετὰ βασιλέων περιπολοῦσα Ἰσοκρ. 70Ε· ἐπί τινων θεῶν, Πλάτ. Τίμ. 41Α· ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 12. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου, διέρχομαι, π. οὐρανὸν Πλάτ. Φαῖδρ. 246Β· τόνδε τὸν τόπον ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 176Α· οὕτω, π. στρατόν, περιπλανῶμαι ἀνὰ τὸν στρατόν, Εὐρ. Ρῆσ. 773· ἔρως ὁ τὰς πόλεις π. Φιλοστρ. Ἐπιστ., κτλ. 2) ἐν Ἀθήναις, οἱ περιπολεῖν τὴν χώραν ταχθέντες, οἱ περίπολοι, (ἴδε περίπολος), Ξεν. Πόροι 4. 52· οἱ ἔφηβοι… π. τὴν χώραν Ἀριστ. Ἀποσπ. 428. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιπολεῖ· περιοδεύει, περιέρχεται, περιέπει, ἀναστρέφει, περιπολεύει, κυκλεύει καὶ τὰ ὅμοια».

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
tourner tout autour ; faire le tour de, parcourir, acc. ou κατά et l'acc..
Étymologie: περίπολος.

Greek Monotonic

περιπολέω: μέλ. -ήσω·
I. πηγαίνω εδώ και εκεί, περιπλανώμαι, σε Σοφ., Ευρ.
II. 1. με αιτ. τόπου, διέρχομαι, σε Πλάτ.· περιπολέω στρατόν, περιφέρομαι στο στρατό, σε Ευρ.
2. στην Αθήνα, περιπολεῖν τὴν χώραν, περιπολώ τη χώρα (βλ. περίπολος), σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

περιπολέω:
1) бродить вокруг, скитаться, странствовать, блуждать: εἰς ἐκεῖνον περιπολοῦντ᾽ ἐλεύσσομεν Soph. мы взглянули на него, бродившего вокруг; π. καθ᾽ Ἑλλάδα Eur. странствовать по Элладе; π. τόνδε τὸν τόπον Plat. бродить по этому краю; π. τὸν οὐρανόν Plat. носиться по небу;
2) (о страже), обходить, объезжать, патрулировать (τὴν χώραν Xen., Arst.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-πολέω rondlopen:; μετ’ ἐκείνου περιεπόλουν zij liepen met hem rond Plat. Phaedr. 252c; met κατά + acc..; περιπολῶν καθ’ Ἑλλάδα rondtrekkend door Griekenland Eur. IT 1455; door... lopen, met acc. van plaats; πάντα δὲ οὐρανὸν περιπολεῖ hij doorkruist de hele hemel Plat. Phaedr. 246b; van sterren ronddraaien. Plat. Tim. 41a.

Middle Liddell

fut. ήσω
I. to go round or about, wander about, Soph., Eur.
II. c. acc. loci, to traverse, Plat.; π. στρατόν to prowl about it, Eur.
2. at Athens, περιπολεῖν τὴν χώραν to patrol the country (v. περίπολοσ), Xen.