κερουλκός: Difference between revisions
ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει → when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice of a squealing piglet, and having come upon the hogback, swallows it
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=keroulkos | |Transliteration C=keroulkos | ||
|Beta Code=keroulko/s | |Beta Code=keroulko/s | ||
|Definition=όν, ([[ | |Definition=όν, ([[ἕλκω]]) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[drawing]] a plough [[by the horns]], Hsch. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[drawing a bow of horn]], ([[Τρῶες]]) <span class="bibl">S.<span class="title">Fr.</span>859</span> (lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> Pass., of the bow itself, because [[tipped with horn]], τόξα κ. <span class="bibl">E.<span class="title">Or.</span>268</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">III</span> κ. [[κάλως]] = [[κεραιοῦχος]], Hsch.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:57, 4 September 2022
English (LSJ)
όν, (ἕλκω) A drawing a plough by the horns, Hsch. II drawing a bow of horn, (Τρῶες) S.Fr.859 (lyr.). 2 Pass., of the bow itself, because tipped with horn, τόξα κ. E.Or.268. III κ. κάλως = κεραιοῦχος, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1425] an, mit den Hörnern ziehend, Hesych.; – bes. den hörnernen Bogen ziehend, spannend, Apollo, Suid.; Τρῶες, Soph. frg. 738; auch τόξα κερουλκά, Eur. Or. 268, der am Horn, am Bügel gespannte Bogen; – κάλως, ein Tau, die Segelstange, Raa, κεραία zu ziehen, Sp., auch bei den Lateinern.
Greek (Liddell-Scott)
κερουλκός: -ή, -όν, (ἕλκω) «ὁ τοῖς κέρασιν ἕλκων τὸ ἄροτρον. καὶ ὁ κεραιοῦχος κάλως» Ἡσύχ. ΙΙ. ὁ σύρων τόξον ἐκ κέρατος, Τρῶες Σοφ. Ἀποσπ. 738. 3) παθ., ἐπ’ αὐτοῦ τοῦ τόξου, πιθαν. ὡς κεκοσμημένου κατὰ τὰ ἄκρα διὰ κέρατος, τόξα κ. Εὐρ. Ὀρ. 268. ΙΙΙ. κ. κάλως, τὸ σχοινίον τὸ ἀνασῦρον τὴν κεραίαν (πρβλ. κεροῦχος), Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
1 qui tire un arc de corne;
2 tendu par des extrémités faites de corne (arc).
Étymologie: κέρας, ἕλκω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α κερουλκός, -όν)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ναυτ. ο κερουλκός
σχοινί χειρισμού τών κεραιών ιστιοφόρου, κν. μπράτσο
1. (για ζώα) αυτός που σύρει άροτρο με τα κέρατα
2. αυτός που σύρει, που τεντώνει κεράτινο τόξο («Τρῶες κερουλκοί», Σοφ.)
3. (για τόξο) διακοσμημένος στα άκρα του με κέρατα
4. (κατά τον Ησύχ.) «κερουλκός κάλως κεραιοῦχος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέρας + -ουλκός (< έλκω), πρβλ. εμβρυουλκός, ζυγουλκός].
Greek Monotonic
κερουλκός: -ή, -όν (ἕλκω), αυτός που σύρεται από τα κέρατα· Παθ., λέγεται για το τόξο που ήταν από διακοσμημένο κέρατο, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κερουλκός:
1) натягивающий (роговой) лук (Τρῶες Soph.);
2) (о роговом луке), натягиваемый (τόξα Eur.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κερουλκός -όν [κέρας, ἕλκω] gespannen (van een boog, nl. door de uiteinden van hoorn naar elkaar toe te buigen).
Middle Liddell
κερ-ουλκός, ή, όν ἕλκω
drawn by the horns, pass. of a bow, because tipped with horn, Eur.