ἀναβατός: Difference between revisions

From LSJ

νεκρὸν ἐάν ποτ' ἴδηις καὶ μνήματα κωφὰ παράγηις κοινὸν ἔσοπτρον ὁρᾶις· ὁ θανὼν οὕτως προσεδόκα → whenever you see a body dead, or pass by silent tombs, you look into the mirror of all men's destiny: the dead man expected nothing else | if you ever see a corpse or walk by quiet graves, that's when you look into the mirror we all share: the dead expected this

Source
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Line 9: Line 9:
|Beta Code=a)nabato/s
|Beta Code=a)nabato/s
|Definition=Ep. [[ἀμβατός]], όν, [[to be mounted]] or [[to be scaled]], [[easy to be scaled]], Il.6.434, Od.11.316, Pi.P.10.27.
|Definition=Ep. [[ἀμβατός]], όν, [[to be mounted]] or [[to be scaled]], [[easy to be scaled]], Il.6.434, Od.11.316, Pi.P.10.27.
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀναβᾰτός) -όν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> poét. ἀμβᾰτός <i>Il</i>.6.434, <i>Od</i>.11.316, Pi.<i>P</i>.10.27; ἄμβᾰτος Hes.<i>Op</i>.681<br /><b class="num">1</b> [[que puede ser escalado]], [[accesible]] πόλις <i>Il</i>.6.434, οὐρανός <i>Od</i>.11.316, de una altura, I.<i>AI</i> 3.76, de un templo, I.<i>BI</i> 5.195.<br /><b class="num">2</b> [[accesible]], [[navegable]] θάλασσα Hes.<i>Op</i>.681.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 18: Line 21:
{{bailly
{{bailly
|btext=ός, όν :<br /><i>poét.</i> [[ἀμβατός]], ός, όν :<br />où l'on peut monter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναβαίνω]].
|btext=ός, όν :<br /><i>poét.</i> [[ἀμβατός]], ός, όν :<br />où l'on peut monter.<br />'''Étymologie:''' [[ἀναβαίνω]].
}}
{{DGE
|dgtxt=(ἀναβᾰτός) -όν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> poét. ἀμβᾰτός <i>Il</i>.6.434, <i>Od</i>.11.316, Pi.<i>P</i>.10.27; ἄμβᾰτος Hes.<i>Op</i>.681<br /><b class="num">1</b> [[que puede ser escalado]], [[accesible]] πόλις <i>Il</i>.6.434, οὐρανός <i>Od</i>.11.316, de una altura, I.<i>AI</i> 3.76, de un templo, I.<i>BI</i> 5.195.<br /><b class="num">2</b> [[accesible]], [[navegable]] θάλασσα Hes.<i>Op</i>.681.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:05, 1 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναβᾰτός Medium diacritics: ἀναβατός Low diacritics: αναβατός Capitals: ΑΝΑΒΑΤΟΣ
Transliteration A: anabatós Transliteration B: anabatos Transliteration C: anavatos Beta Code: a)nabato/s

English (LSJ)

Ep. ἀμβατός, όν, to be mounted or to be scaled, easy to be scaled, Il.6.434, Od.11.316, Pi.P.10.27.

Spanish (DGE)

(ἀναβᾰτός) -όν
• Alolema(s): poét. ἀμβᾰτός Il.6.434, Od.11.316, Pi.P.10.27; ἄμβᾰτος Hes.Op.681
1 que puede ser escalado, accesible πόλις Il.6.434, οὐρανός Od.11.316, de una altura, I.AI 3.76, de un templo, I.BI 5.195.
2 accesible, navegable θάλασσα Hes.Op.681.

German (Pape)

[Seite 181] Hom. ἀμβατός, ersteigbar, Il. 6, 434 Od. 11, 316; auch in Prosa.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναβατός: Ἐπ. ἀμβατός, όν, ὃν δύναταί τις νὰ ἀναβῇ, ἢ νὰ ὑπερβῇ διὰ κλίμακος, Ἰλ. Ζ. 434, Ὀδ. Λ. 315, Πίνδ. 2) ἄρτος ἔνζυμος, «τὴν ζύμην τὴν τὸν ἀναβατὸν ἄρτον αἴρουσαν» Μ. Κηρουλ. Πατρ. Ἑλλ. CXX. 794Β. ― ἐκ τούτου ἔγεινε τὸ λειπανάβατος, = ἄζυμος, Δουκάγγ.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
poét. ἀμβατός, ός, όν :
où l'on peut monter.
Étymologie: ἀναβαίνω.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἀναβατός, -ή, -ὸν)
αυτός πάνω στον οποίο μπορεί να ανεβεί κανείς
(νεοελλ. και ανεβατός, -ή, -ό) (για το ψωμί) αυτό που ζυμώθηκε με προζύμι, ο ένζυμος άρτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναβαίνω.
ΠΑΡ. ανάβατος].
και ανάβατος, -η, -ο
1. αυτός πάνω στον οποίο δεν μπορεί κανείς να ανεβεί «αναβατοί εγκρεμοί»
2. (για το ψωμί) αυτό που δεν φούσκωσε, δεν ανέβηκε ακόμη, λειψανάβατο, λειψό
3. το ουδ. ως ουσ. το ανάβατο
προζύμι, φύραμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναβατός. Το αρκτικό α- πήρε τη στερ. σημασία του από τον αναβιβασμό του τόνου].

Greek Monotonic

ἀναβᾰτός: Επικ. ἀμβατός, -όν (ἀναβαίνω), είμαι ανεβασμένος ή αυτός τον οποίο μπορεί να ανεβεί κάποιος, εύκολος την αναρρίχηση, σε Όμηρ.

Russian (Dvoretsky)

ἀναβᾰτός: поэт. ἀμβᾰτός 2 на который можно взобраться, доступный (πόλις, οὐρανός Hom.).

Middle Liddell

ἀναβαίνω
to be mounted or scaled, easy to be scaled, Hom.