διάπυρος: Difference between revisions
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=(διάπῠρος) -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[ígneo]], [[encendido]], [[al rojo vivo]], [[βόθρος]] Hp.<i>Mul</i>.2.133, χαλκίον ... διάπυρον ποιέουσαι Hp.<i>Aër</i>.17, cf. Alex.129.7, [[δαλός]] E.<i>Cyc</i>.631, μύδροι Arist.<i>Mu</i>.395<sup>b</sup>23, cf. Luc.<i>Icar</i>.20, D.L.2.8 (= Anaxag.A 1.8), λίθος καὶ σίδηρος διάπυρα γενόμενα Arist.<i>Pr</i>.954<sup>a</sup>18, cf. Porph.<i>Abst</i>.1.13, Hsch., χύτραι Thphr.<i>Lap</i>.54, ὀβελίσκοι Thphr.<i>Ign</i>.57, καυτήριον Luc.<i>Apol</i>.2, πηλός Posidon.231, ὀφρύες ref. a taludes con solfataras, Str.5.4.6, ὁ πόρος οὗτος ... δ. ἐστι ese camino es volcánico</i> Str.5.4.9, ἀστραπαί I.<i>AI</i> 6.27, κάμινον [[LXX]] 3<i>Ma</i>.6.6, [[ἄνθραξ]] D.C.47.49.3, ξύλα D.C.56.29.3<br /><b class="num">•</b>[[incandescente]] φάσκων δὲ τὸν ἥλιον λίθον διάπυρον εἶναι X.<i>Mem</i>.4.7.7, (πῦρ) διάπυρα ποιῆσαι καὶ τῆς γῆς μόριά τινα Anaxag. en Ach.Tat.<i>Intr.Arat</i>.11.<br /><b class="num">2</b> [[muy caliente]] [[ἀήρ]] Democr.B 5.1, Hp.<i>Flat</i>.8<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ διάπυρα [[las ascuas]] Pl.<i>Ti</i>.58c<br /><b class="num">•</b>medic. [[inflamado por el calor]] ῥίς Hp.<i>VM</i> 18, cf. Gal.12.1003, 1004<br /><b class="num">•</b>[[febril]] νόσος Sch.Pi.<i>O</i>.3.111b, cf. 117.<br /><b class="num">3</b> [[de aspecto o color de fuego]] (ἄνδρες) διάπυροι ἰδεῖν (hombres) de aspecto de fuego</i> Pl.<i>R</i>.615e, de un tipo de plantas, Thphr.<i>HP</i> 4.7.3.<br /><b class="num">4</b> fig. de pers. [[ardiente]], [[fogoso]] ἄνδρες Pl.<i>Lg</i>.783a, ἄνθρωποι Plu.2.577a, <i>Luc</i>.4, ἐχθροί Plu.2.74c, ἐραστής Procop.<i>Pers</i>.2.12.9, cf. Men.<i>Dysc</i>.183, Iul.<i>Ep</i>.89a.453d, Vett.Val.14.3, de abstr. μῖσος Plu.<i>Arat</i>.3, ἔρωτες Plu.2.406a, ἵμερος Dam.<i>Fr</i>.139<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. ὀξύ τε καὶ διάπυρον ἐνεῖδεν Hld.3.11.2<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ διάπυρον [[ardor]] Longin.12.3.<br /><b class="num">II</b> [[del fuego]], [[que usa fuego]] χρεία Max.Tyr.4.8.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[ardientemente]] δ. ἠράσθη Ael.<i>VH</i> 2.4. | |dgtxt=(διάπῠρος) -ον<br /><b class="num">I</b> <b class="num">1</b>[[ígneo]], [[encendido]], [[al rojo vivo]], [[βόθρος]] Hp.<i>Mul</i>.2.133, χαλκίον ... διάπυρον ποιέουσαι Hp.<i>Aër</i>.17, cf. Alex.129.7, [[δαλός]] E.<i>Cyc</i>.631, μύδροι Arist.<i>Mu</i>.395<sup>b</sup>23, cf. Luc.<i>Icar</i>.20, D.L.2.8 (= Anaxag.A 1.8), λίθος καὶ σίδηρος διάπυρα γενόμενα Arist.<i>Pr</i>.954<sup>a</sup>18, cf. Porph.<i>Abst</i>.1.13, Hsch., χύτραι Thphr.<i>Lap</i>.54, ὀβελίσκοι Thphr.<i>Ign</i>.57, καυτήριον Luc.<i>Apol</i>.2, πηλός Posidon.231, ὀφρύες ref. a taludes con solfataras, Str.5.4.6, ὁ πόρος οὗτος ... δ. ἐστι ese camino es volcánico</i> Str.5.4.9, ἀστραπαί I.<i>AI</i> 6.27, κάμινον [[LXX]] 3<i>Ma</i>.6.6, [[ἄνθραξ]] D.C.47.49.3, ξύλα D.C.56.29.3<br /><b class="num">•</b>[[incandescente]] φάσκων δὲ τὸν ἥλιον λίθον διάπυρον εἶναι X.<i>Mem</i>.4.7.7, (πῦρ) διάπυρα ποιῆσαι καὶ τῆς γῆς μόριά τινα Anaxag. en Ach.Tat.<i>Intr.Arat</i>.11.<br /><b class="num">2</b> [[muy caliente]] [[ἀήρ]] Democr.B 5.1, Hp.<i>Flat</i>.8<br /><b class="num">•</b>subst. τὰ διάπυρα [[las ascuas]] Pl.<i>Ti</i>.58c<br /><b class="num">•</b>medic. [[inflamado por el calor]] ῥίς Hp.<i>VM</i> 18, cf. Gal.12.1003, 1004<br /><b class="num">•</b>[[febril]] νόσος Sch.Pi.<i>O</i>.3.111b, cf. 117.<br /><b class="num">3</b> [[de aspecto o color de fuego]] (ἄνδρες) διάπυροι ἰδεῖν (hombres) de aspecto de fuego</i> Pl.<i>R</i>.615e, de un tipo de plantas, Thphr.<i>HP</i> 4.7.3.<br /><b class="num">4</b> fig. de pers. [[ardiente]], [[fogoso]] ἄνδρες Pl.<i>Lg</i>.783a, ἄνθρωποι Plu.2.577a, <i>Luc</i>.4, ἐχθροί Plu.2.74c, ἐραστής Procop.<i>Pers</i>.2.12.9, cf. Men.<i>Dysc</i>.183, Iul.<i>Ep</i>.89a.453d, Vett.Val.14.3, de abstr. μῖσος Plu.<i>Arat</i>.3, ἔρωτες Plu.2.406a, ἵμερος Dam.<i>Fr</i>.139<br /><b class="num">•</b>neutr. como adv. ὀξύ τε καὶ διάπυρον ἐνεῖδεν Hld.3.11.2<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ διάπυρον [[ardor]] Longin.12.3.<br /><b class="num">II</b> [[del fuego]], [[que usa fuego]] χρεία Max.Tyr.4.8.<br /><b class="num">III</b> adv. -ως [[ardientemente]] δ. ἠράσθη Ael.<i>VH</i> 2.4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> fortement chauffé;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> enflammé, ardent.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πῦρ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διάπῠρος''': -ον, [[διάθερμος]], [[ὑπέρθερμος]], Ἀναξαγ. παρὰ Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 7, Ἱππ. Ἀέρ. 291, Εὐρ. Κύκλ. 631, Ἀριστ. Προβλ. 30. 1. 2) πεφλογισμένος, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 15. 3) μεταφ., [[θερμός]], [[ἔνθερμος]], [[πλήρης]] πάθους, Πλάτ. Πολ. 615Ε, Νόμ. 783Α· δ. πρὸς ὀργήν, πρὸς δόξαν Πλούτ. 2. 577Α, κτλ.· οὕτω, δ. [[μῖσος]], ἔρωτες ὁ αὐτ. Ἀράτ. 3 καὶ 15. | |lstext='''διάπῠρος''': -ον, [[διάθερμος]], [[ὑπέρθερμος]], Ἀναξαγ. παρὰ Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 7, Ἱππ. Ἀέρ. 291, Εὐρ. Κύκλ. 631, Ἀριστ. Προβλ. 30. 1. 2) πεφλογισμένος, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 15. 3) μεταφ., [[θερμός]], [[ἔνθερμος]], [[πλήρης]] πάθους, Πλάτ. Πολ. 615Ε, Νόμ. 783Α· δ. πρὸς ὀργήν, πρὸς δόξαν Πλούτ. 2. 577Α, κτλ.· οὕτω, δ. [[μῖσος]], ἔρωτες ὁ αὐτ. Ἀράτ. 3 καὶ 15. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:45, 1 October 2022
English (LSJ)
ον, A red-hot, Anaxag.A.1,al., Hp.Aër. 17, E.Cyc.631, Arist.Pr.954a18; σίδηρος Epicur.Fr.346b; διάπυρα, τά, embers, Pl.Ti.58c; extremely hot, πέτραι δ. ὑπὸ τοῦ ἡλίου Porph. Abst.1.13. 2 inflamed, Hp.VM18. 3 metaph., ardent, fiery, Pl.R.615e, Lg.783a (Sup.); δ. πρὸς ὀργήν, πρὸς δόξαν, Plu.2.577a, Luc.4; ἐραστής Procop.Pers.2.12; δ. μῖσος Plu.Arat.3. Adv. -ρως ardently, προσέχειν σχολῇ εὐσεβείας Jul.Ep.89a; ἐρασθῆναί τινος Ael.VH2.4. 4 using fire, χρεία Max.Tyr.10.8.
Spanish (DGE)
(διάπῠρος) -ον
I 1ígneo, encendido, al rojo vivo, βόθρος Hp.Mul.2.133, χαλκίον ... διάπυρον ποιέουσαι Hp.Aër.17, cf. Alex.129.7, δαλός E.Cyc.631, μύδροι Arist.Mu.395b23, cf. Luc.Icar.20, D.L.2.8 (= Anaxag.A 1.8), λίθος καὶ σίδηρος διάπυρα γενόμενα Arist.Pr.954a18, cf. Porph.Abst.1.13, Hsch., χύτραι Thphr.Lap.54, ὀβελίσκοι Thphr.Ign.57, καυτήριον Luc.Apol.2, πηλός Posidon.231, ὀφρύες ref. a taludes con solfataras, Str.5.4.6, ὁ πόρος οὗτος ... δ. ἐστι ese camino es volcánico Str.5.4.9, ἀστραπαί I.AI 6.27, κάμινον LXX 3Ma.6.6, ἄνθραξ D.C.47.49.3, ξύλα D.C.56.29.3
•incandescente φάσκων δὲ τὸν ἥλιον λίθον διάπυρον εἶναι X.Mem.4.7.7, (πῦρ) διάπυρα ποιῆσαι καὶ τῆς γῆς μόριά τινα Anaxag. en Ach.Tat.Intr.Arat.11.
2 muy caliente ἀήρ Democr.B 5.1, Hp.Flat.8
•subst. τὰ διάπυρα las ascuas Pl.Ti.58c
•medic. inflamado por el calor ῥίς Hp.VM 18, cf. Gal.12.1003, 1004
•febril νόσος Sch.Pi.O.3.111b, cf. 117.
3 de aspecto o color de fuego (ἄνδρες) διάπυροι ἰδεῖν (hombres) de aspecto de fuego Pl.R.615e, de un tipo de plantas, Thphr.HP 4.7.3.
4 fig. de pers. ardiente, fogoso ἄνδρες Pl.Lg.783a, ἄνθρωποι Plu.2.577a, Luc.4, ἐχθροί Plu.2.74c, ἐραστής Procop.Pers.2.12.9, cf. Men.Dysc.183, Iul.Ep.89a.453d, Vett.Val.14.3, de abstr. μῖσος Plu.Arat.3, ἔρωτες Plu.2.406a, ἵμερος Dam.Fr.139
•neutr. como adv. ὀξύ τε καὶ διάπυρον ἐνεῖδεν Hld.3.11.2
•subst. τὸ διάπυρον ardor Longin.12.3.
II del fuego, que usa fuego χρεία Max.Tyr.4.8.
III adv. -ως ardientemente δ. ἠράσθη Ael.VH 2.4.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 fortement chauffé;
2 fig. enflammé, ardent.
Étymologie: διά, πῦρ.
Greek (Liddell-Scott)
διάπῠρος: -ον, διάθερμος, ὑπέρθερμος, Ἀναξαγ. παρὰ Ξεν. Ἀπομν. 4. 7, 7, Ἱππ. Ἀέρ. 291, Εὐρ. Κύκλ. 631, Ἀριστ. Προβλ. 30. 1. 2) πεφλογισμένος, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 15. 3) μεταφ., θερμός, ἔνθερμος, πλήρης πάθους, Πλάτ. Πολ. 615Ε, Νόμ. 783Α· δ. πρὸς ὀργήν, πρὸς δόξαν Πλούτ. 2. 577Α, κτλ.· οὕτω, δ. μῖσος, ἔρωτες ὁ αὐτ. Ἀράτ. 3 καὶ 15.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α διάπυρος, -ον)
1. πυρακτωμένος σε ολόκληρη τη μάζα του
2. διακαής, ένθερμος, φλογερός.
Greek Monotonic
διάπῠρος: -ον (διά, πῦρ),
1. ερυθροπυρωμένος, πυροκόκκινος, σε Αναξαγ. παρά Ξεν., σε Ευρ.
2. μεταφ., θερμός, σφοδρός, φλογισμένος, διάπυρος, ασυγκράτητος, σε Πλάτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διάπυρος -ον [διά, πῦρ] roodgloeiend; subst.. τὰ διάπυρα gloeiende houtskool Plat. Tim. 58c. geneesk. ontstoken. overdr.: fel, woest:. ἄνδρες... διάπυροι ἰδεῖν vervaarlijk uitziende mannen Plat. Resp. 615e; μῖσος felle haat Plut. Arat. 3.1.
Russian (Dvoretsky)
διάπῠρος:
1) горящий, пылающий (δαλός Eur.);
2) раскаленный, огненный (λίθος Xen.; μύδροι Arst.; σίδηρος Plut.);
3) пламенный, страстный (ἄνδρες Plat., Plut.; ἤθη Plut.): δ. πρὸς ὀργήν Plut. вспыльчивый;
4) жаркий, знойный (ξηροὶ καὶ διάπυροι τόποι τῆς οἰκουμένης Plut.).
Middle Liddell
δια-πῠρος, ον adj [διά, πῦρ]
1. red-hot, Anaxag. ap. Xen., Eur.
2. metaph. hot, fiery, Plat.