διαφαύσκω: Difference between revisions
ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0610.png Seite 610]] durchleuchten, Pol. 31, 22 [[ἄρτι]] διαφαύσκοντος, emend. für διαφάσκοντος, da es Tag wurde, s. [[διαφώσκω]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0610.png Seite 610]] durchleuchten, Pol. 31, 22 [[ἄρτι]] διαφαύσκοντος, emend. für διαφάσκοντος, da es Tag wurde, s. [[διαφώσκω]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés.</i><br />commencer à briller : ἅμ’ ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ <i>(ion.)</i> HDT le jour commençant à poindre.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], φαύσκω. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''διαφαύσκω''': Ἰων. -[[φώσκω]]· - [[διαφαίνω]], δεικνύω φῶς διὰ μέσου, [[διαυγάζω]], [[ἀνατέλλω]], ἅμ’ ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ εὐθὺς ὡς ἡ [[ἡμέρα]] ἤρχιζε νὰ «χαράζῃ», Ἡρόδ. 3. 86., 9. 45· ἄρτι διαφαύσκοντος (ἀπολ.) Πολύβ. 31. 22, 13· πρβλ. [[διαυγάζω]]. | |lstext='''διαφαύσκω''': Ἰων. -[[φώσκω]]· - [[διαφαίνω]], δεικνύω φῶς διὰ μέσου, [[διαυγάζω]], [[ἀνατέλλω]], ἅμ’ ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ εὐθὺς ὡς ἡ [[ἡμέρα]] ἤρχιζε νὰ «χαράζῃ», Ἡρόδ. 3. 86., 9. 45· ἄρτι διαφαύσκοντος (ἀπολ.) Πολύβ. 31. 22, 13· πρβλ. [[διαυγάζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 20:05, 1 October 2022
English (LSJ)
Ion. (and later Prose, D.H.9.63) διαφώσκω, aor. διέφαυσα LXX Ge.44.3, al.:—show light through, dawn, ἅμ' ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ as soon as day began to dawn, Hdt.3.86, 9.45; ἄρτι διαφαύσκοντος (abs.) Plb.31.14.13.
Spanish (DGE)
• Alolema(s): jón. y tard. -φώσκω Hdt.3.86, D.H.9.63
amanecer ἅμ' ἡμέρῃ δὲ διαφωσκούσῃ Hdt.l.c., cf. LXX 1Re.14.36, D.H.l.c., τὸ πρωὶ διέφαυσκεν LXX Ge.44.3, ἕως διαφαύσῃ ὁ ὄρθρος LXX Id.16.2B, cf. Iu.14.2, ἄρτι διαφαύσκοντος Plb.31.14.13.
German (Pape)
[Seite 610] durchleuchten, Pol. 31, 22 ἄρτι διαφαύσκοντος, emend. für διαφάσκοντος, da es Tag wurde, s. διαφώσκω.
French (Bailly abrégé)
seul. prés.
commencer à briller : ἅμ’ ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ (ion.) HDT le jour commençant à poindre.
Étymologie: διά, φαύσκω.
Greek (Liddell-Scott)
διαφαύσκω: Ἰων. -φώσκω· - διαφαίνω, δεικνύω φῶς διὰ μέσου, διαυγάζω, ἀνατέλλω, ἅμ’ ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ εὐθὺς ὡς ἡ ἡμέρα ἤρχιζε νὰ «χαράζῃ», Ἡρόδ. 3. 86., 9. 45· ἄρτι διαφαύσκοντος (ἀπολ.) Πολύβ. 31. 22, 13· πρβλ. διαυγάζω.
Greek Monolingual
(Μ διαφάω και Α διαφώσκω και διαφαύω)
διαφαίνομαι, φέγγω, χαράζω.
Greek Monotonic
διαφαύσκω: Ιων. -φώσκω (φάος, φῶς), μόνο στον ενεστ.,· ρίχνω φως κατευθείαν μέσα σε, ξημερώνω, ανατέλλω, σε Ηρόδ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαφαύσκω, Ion. διαφώσκω [διά, φάω] stralen:. ἅμ’ ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ bij de eerste stralen van de dag Hdt. 3.86.1.
Russian (Dvoretsky)
διαφαύσκω: (рас)светать: ἄρτι διαφαύσκοντος Polyb. как только рассвело.
Middle Liddell
ionic -φώσκω φάος, φῶς] only in pres.]
to show light through, to dawn, Hdt.