ἀνεπίξεστος: Difference between revisions
μέγα βιβλίον ἴσον τῷ μεγάλῳ κακῷ → a big book is the same as a big bad | a big book is the same as a big pain | a big book is a big evil | big book, big bad
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0225.png Seite 225]] nicht überglättet, unvollendet, [[δόμος]] Hes. O. 744, Schol. ἀτελης καὶ ακόσμητος. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0225.png Seite 225]] nicht überglättet, unvollendet, [[δόμος]] Hes. O. 744, Schol. ἀτελης καὶ ακόσμητος. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non poli;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> non achevé.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐπιξέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεπίξεστος''': -ον, ὁ μὴ ἐπιξεσθείς, [[ἀκόσμητος]], [[ἀτελής]], [[μηδὲ]] δόμον ποιῶν ἀνεπίξεστον καταλείπειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 746, Θεμίστ. 338Β. Ὁ Göttling παρατηρῶν ὅτι ἐν Ἡσυχ. εὐθὺς κατωτέρω ὑπάρχει ἡ [[φράσις]] χυτροπόδων ἀνεπιρρέκτων, ὑποπτεύει [[μήπως]] τὰ δύο ἐπίθετα μετετοπίσθησαν, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐν στίχ. 746 [[ἀνάγκη]] ν’ ἀναγνώσωμεν δόμον ἀνεπίρρεκτον, μὴ καθιερωθεῖσαν οἰκίαν, καὶ ἐν 746 χυτροπόδων ἀνεπιξέστων, μὴ ἐπεξεσμένων χυτρῶν· ἀλλ’ οὐδεμία [[ἀνάγκη]] τοιαύτης μεταθέσεως ὑπάρχει. | |lstext='''ἀνεπίξεστος''': -ον, ὁ μὴ ἐπιξεσθείς, [[ἀκόσμητος]], [[ἀτελής]], [[μηδὲ]] δόμον ποιῶν ἀνεπίξεστον καταλείπειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 746, Θεμίστ. 338Β. Ὁ Göttling παρατηρῶν ὅτι ἐν Ἡσυχ. εὐθὺς κατωτέρω ὑπάρχει ἡ [[φράσις]] χυτροπόδων ἀνεπιρρέκτων, ὑποπτεύει [[μήπως]] τὰ δύο ἐπίθετα μετετοπίσθησαν, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐν στίχ. 746 [[ἀνάγκη]] ν’ ἀναγνώσωμεν δόμον ἀνεπίρρεκτον, μὴ καθιερωθεῖσαν οἰκίαν, καὶ ἐν 746 χυτροπόδων ἀνεπιξέστων, μὴ ἐπεξεσμένων χυτρῶν· ἀλλ’ οὐδεμία [[ἀνάγκη]] τοιαύτης μεταθέσεως ὑπάρχει. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:25, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, not polished, not finished, δόμος Hes.Op.746, Them.Or.26.388b.
Spanish (DGE)
-ον
no pulido, no acabado, δόμος Hes.Op.746, ἀνδρών Them.Or.26.322b.
German (Pape)
[Seite 225] nicht überglättet, unvollendet, δόμος Hes. O. 744, Schol. ἀτελης καὶ ακόσμητος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 non poli;
2 p. ext. non achevé.
Étymologie: ἀ, ἐπιξέω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπίξεστος: -ον, ὁ μὴ ἐπιξεσθείς, ἀκόσμητος, ἀτελής, μηδὲ δόμον ποιῶν ἀνεπίξεστον καταλείπειν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 746, Θεμίστ. 338Β. Ὁ Göttling παρατηρῶν ὅτι ἐν Ἡσυχ. εὐθὺς κατωτέρω ὑπάρχει ἡ φράσις χυτροπόδων ἀνεπιρρέκτων, ὑποπτεύει μήπως τὰ δύο ἐπίθετα μετετοπίσθησαν, καὶ ὡς ἐκ τούτου ἐν στίχ. 746 ἀνάγκη ν’ ἀναγνώσωμεν δόμον ἀνεπίρρεκτον, μὴ καθιερωθεῖσαν οἰκίαν, καὶ ἐν 746 χυτροπόδων ἀνεπιξέστων, μὴ ἐπεξεσμένων χυτρῶν· ἀλλ’ οὐδεμία ἀνάγκη τοιαύτης μεταθέσεως ὑπάρχει.
Greek Monolingual
ἀνεπίξεστος, -ον (AM)
(για οικοδόμημα)
ο αδιακόσμητος, ο μισοτελειωμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αν- στερ. + επιξέω «ξέω την επιφάνεια, διακοσμώ»].
Greek Monotonic
ἀνεπίξεστος: -ον (ἐπί, ξέω), μη γυαλισμένος (αγυάλιστος) ή ακόσμητος, ατελής, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπίξεστος: досл. не обтесанный, перен. незаконченный (δόμος Hes.).