ἀντίταξις: Difference between revisions
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0262.png Seite 262]] ἡ, Entgegenstellung eines Heeres, ἀντίταξιν ποιεῖοθαι [[πρός]] τινα Thuc. 5, 8; τῶν τριήρων 7, 17; übh. Widerstand, καὶ [[διαφορά]] Plut. Symp. 4, 1, 3 M.; [[ὑπέρ]] τινος D. Hal. 10, 57. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0262.png Seite 262]] ἡ, Entgegenstellung eines Heeres, ἀντίταξιν ποιεῖοθαι [[πρός]] τινα Thuc. 5, 8; τῶν τριήρων 7, 17; übh. Widerstand, καὶ [[διαφορά]] Plut. Symp. 4, 1, 3 M.; [[ὑπέρ]] τινος D. Hal. 10, 57. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br /><b>1</b> action de ranger en bataille contre;<br /><b>2</b> résistance.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντιτάσσω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀντίταξις''': -εως, ἡ, ([[ἀντιτάσσω]]) [[ἀντιπαράταξις]], ἡ σφετέρα ἀντ. τῶν τριήρων Θουκ. 7. 17· ἀντ. ποιεῖσθαι [[πρός]] τινα = ἀντιτάσσεσθαι, ὁ αὐτ. 5. 8. 2) [[καθόλου]], [[ἐναντίωσις]], [[ἀντίστασις]], Πλούτ. 2. 663Β, κτλ. | |lstext='''ἀντίταξις''': -εως, ἡ, ([[ἀντιτάσσω]]) [[ἀντιπαράταξις]], ἡ σφετέρα ἀντ. τῶν τριήρων Θουκ. 7. 17· ἀντ. ποιεῖσθαι [[πρός]] τινα = ἀντιτάσσεσθαι, ὁ αὐτ. 5. 8. 2) [[καθόλου]], [[ἐναντίωσις]], [[ἀντίστασις]], Πλούτ. 2. 663Β, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:25, 2 October 2022
English (LSJ)
εως, ἡ, A a setting in array against, ἡ σφετέρα ἀ. τῶν τριήρων their ships ranged for battle, Th.7.17; ἀ. ποιεῖσθαι πρός τινα, = ἀντιτάσσεσθαι, Id.5.8, cf.Phld.Piet.12; contest, of bulls fighting, Hierocl. p.11A. 2 generally, opposition, D.H.10.57, Plu.2.663b, Andronic. Rhod.p.572M.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 en cont. milit. alineación en contra πρὸς τὴν σφετέραν ἀντίταξιν τῶν τριήρων Th.7.17, πρὸς τοὺς Ἀθηναίους Th.5.8, cf. Phld.Piet.p.79.19.
2 embestida de los toros, Hierocl.p.11
•en gener. oposición, lucha πρὸς ἅπαν D.H.10.57, cf. Plu.2.663b, Ἔρις δὲ παρόρμησις εἰς ἀντίταξιν κακοποιητικήν Andronic.Rhod.p.572, πρὸς τὸν λόγον Plot.2.4.15
•enfrentamiento πρὸς θάλπος καὶ χειμῶνα Philostr.Ep.29.
German (Pape)
[Seite 262] ἡ, Entgegenstellung eines Heeres, ἀντίταξιν ποιεῖοθαι πρός τινα Thuc. 5, 8; τῶν τριήρων 7, 17; übh. Widerstand, καὶ διαφορά Plut. Symp. 4, 1, 3 M.; ὑπέρ τινος D. Hal. 10, 57.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
1 action de ranger en bataille contre;
2 résistance.
Étymologie: ἀντιτάσσω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίταξις: -εως, ἡ, (ἀντιτάσσω) ἀντιπαράταξις, ἡ σφετέρα ἀντ. τῶν τριήρων Θουκ. 7. 17· ἀντ. ποιεῖσθαι πρός τινα = ἀντιτάσσεσθαι, ὁ αὐτ. 5. 8. 2) καθόλου, ἐναντίωσις, ἀντίστασις, Πλούτ. 2. 663Β, κτλ.
Greek Monolingual
ἀντίταξις, η (Α)
1. αντιπαράταξη
2. αντίθεση, αντίδραση.
Greek Monotonic
ἀντίταξις: -εως, ἡ (ἀντιτάσσω), αντιπαράταξη, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντίταξις: εως ἡ
1) построение (войска) к бою (ἀντίταξιν ποιεῖσθαι πρός τινα Thuc.);
2) сопротивление (ἀ. καὶ διαφορά Plut.).