ἐκβράζω: Difference between revisions
Δύο γὰρ, ἐπιστήμη τε καὶ δόξα, ὧν τὸ μὲν ἐπίστασθαι ποιέει, τὸ δὲ ἀγνοεῖν → Two different things are science and belief: the one brings knowledge, the other ignorance
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0755.png Seite 755]] hervorkochen, hervorsprudeln; ἐκ τοῦ στόματος πυρὸς ἐξέβρασε [[ζάλη]] Apolld. 1, 6, 3; a. Sp. Auch transit., bes. vom Meere, auswerfen, im pass. Her. 7, 188. 190; τὰς ναῦς D. Sic. 14, 68. Bei Hippocr. = die Unreinigkeiten in Ausschlägen auswerfen. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0755.png Seite 755]] hervorkochen, hervorsprudeln; ἐκ τοῦ στόματος πυρὸς ἐξέβρασε [[ζάλη]] Apolld. 1, 6, 3; a. Sp. Auch transit., bes. vom Meere, auswerfen, im pass. Her. 7, 188. 190; τὰς ναῦς D. Sic. 14, 68. Bei Hippocr. = die Unreinigkeiten in Ausschlägen auswerfen. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao. 3ᵉ sg.</i> ἐξέβρασε;<br />jeter dans un liquide bouillonnant (dans la mer, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' cf. [[ἐκβράσσομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐκβράζω''': ἢ -[[βράσσω]]: μέλλ. -βράσω· - [[ἐκρίπτω]], [[ἐκβάλλω]] εἰς τὴν ξηράν, ἐκβρ. ποταμὸς περὶ τὰ χείλη [[χρυσίον]] Ἀριστ. Ἀποσπ. 248· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Διόδ. 14. 68, Πλούτ., κτλ.· ἑαυτὸν ἐκβράσαι, ἐπὶ δελφῖνος, Αἰλ. π. Ζ. 6. 15: - Παθ., ἐπὶ πλοίων, [[πίπτω]] ἔξω εἰς τὴν ξηράν, Λατ. ejici, ἐς Κασθαναίην ἐξεβράσσοντο Ἡρόδ. 7. 188, πρβλ. 190. ΙΙ. ἐπὶ κακοχυμίας, [[ἄλλοτε]] δὲ καὶ ῥόον ἐρυθρὸν ἐκβράσσει Ἱππ. 639. 16. - Παθ., ἀναβλύζω, [[ἐκβλύζω]], ὁ αὐτ. 271. 11, πρβλ. 531. 21 ([[ἔνθα]] ὁ Δινδ. [[θρόμβος]] ἀντὶ -βους): - τὸ ἐνεργ. ἀμεταβάτως ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Ἀπολλόδ. 1. 6, 3. | |lstext='''ἐκβράζω''': ἢ -[[βράσσω]]: μέλλ. -βράσω· - [[ἐκρίπτω]], [[ἐκβάλλω]] εἰς τὴν ξηράν, ἐκβρ. ποταμὸς περὶ τὰ χείλη [[χρυσίον]] Ἀριστ. Ἀποσπ. 248· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Διόδ. 14. 68, Πλούτ., κτλ.· ἑαυτὸν ἐκβράσαι, ἐπὶ δελφῖνος, Αἰλ. π. Ζ. 6. 15: - Παθ., ἐπὶ πλοίων, [[πίπτω]] ἔξω εἰς τὴν ξηράν, Λατ. ejici, ἐς Κασθαναίην ἐξεβράσσοντο Ἡρόδ. 7. 188, πρβλ. 190. ΙΙ. ἐπὶ κακοχυμίας, [[ἄλλοτε]] δὲ καὶ ῥόον ἐρυθρὸν ἐκβράσσει Ἱππ. 639. 16. - Παθ., ἀναβλύζω, [[ἐκβλύζω]], ὁ αὐτ. 271. 11, πρβλ. 531. 21 ([[ἔνθα]] ὁ Δινδ. [[θρόμβος]] ἀντὶ -βους): - τὸ ἐνεργ. ἀμεταβάτως ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Ἀπολλόδ. 1. 6, 3. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 14:29, 2 October 2022
English (LSJ)
or ἐκ-βράσσω, fut. -βράσω: aor. -έβρασα:—A throw out, cast on shore, ἐ. ποταμὸς περὶ τὰ χείλη χρυσίον Arist.Mir.833b16; of the sea, D.S.14.68, etc.; ἑαυτὸν ἐκβράσαι, of a dolphin, Ael.NA6.15:— Pass., τὰ ἐκ τῆς θαλάσσης -βρασσόμενα βρυώδη Gp.2.22.2; of ships, to be cast ashore, ἐς Κασθαναίην ἐξεβράσσοντο Hdt.7.188, cf. 190, Ath. 6.259b; of persons, Plu.2.294f. II throw off humours, Hp.Mul. 2.113:—Pass., gush out, Id.Gland.4:—Med., Id.Int.1. III expel, drive out, LXXNe.13.28, 2 Ma.1.12: metaph., ὁ θυμὸς ἐ. τῆς ψυχῆς ἀκόλαστα ῥήματα Plu.2.456c. IV intr. in Act., boil over, of water, Apollod.1.6.3; pullulate, of shoots, ἐκ μιᾶς ῥίζης Gp.2.6.28.
Spanish (DGE)
bullir, borbotear ἐκβράζον τὸ ὕδωρ Thdt.M.81.1241C.
•c. ac. de rel. bullir, rebosar ὁ δὲ ἄθλιος Ἡρώδης ... σκώληκας ἐκβράζων Sud.s.u. Ἡρώδης.
German (Pape)
[Seite 755] hervorkochen, hervorsprudeln; ἐκ τοῦ στόματος πυρὸς ἐξέβρασε ζάλη Apolld. 1, 6, 3; a. Sp. Auch transit., bes. vom Meere, auswerfen, im pass. Her. 7, 188. 190; τὰς ναῦς D. Sic. 14, 68. Bei Hippocr. = die Unreinigkeiten in Ausschlägen auswerfen.
French (Bailly abrégé)
ao. 3ᵉ sg. ἐξέβρασε;
jeter dans un liquide bouillonnant (dans la mer, etc.).
Étymologie: cf. ἐκβράσσομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκβράζω: ἢ -βράσσω: μέλλ. -βράσω· - ἐκρίπτω, ἐκβάλλω εἰς τὴν ξηράν, ἐκβρ. ποταμὸς περὶ τὰ χείλη χρυσίον Ἀριστ. Ἀποσπ. 248· ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Διόδ. 14. 68, Πλούτ., κτλ.· ἑαυτὸν ἐκβράσαι, ἐπὶ δελφῖνος, Αἰλ. π. Ζ. 6. 15: - Παθ., ἐπὶ πλοίων, πίπτω ἔξω εἰς τὴν ξηράν, Λατ. ejici, ἐς Κασθαναίην ἐξεβράσσοντο Ἡρόδ. 7. 188, πρβλ. 190. ΙΙ. ἐπὶ κακοχυμίας, ἄλλοτε δὲ καὶ ῥόον ἐρυθρὸν ἐκβράσσει Ἱππ. 639. 16. - Παθ., ἀναβλύζω, ἐκβλύζω, ὁ αὐτ. 271. 11, πρβλ. 531. 21 (ἔνθα ὁ Δινδ. θρόμβος ἀντὶ -βους): - τὸ ἐνεργ. ἀμεταβάτως ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας, Ἀπολλόδ. 1. 6, 3.
Greek Monolingual
(AM ἐκβράζω, Α και ἐκβράσσω)
(για θάλασσα ή ποταμό) αποβάλλω, ρίχνω έξω στην ξηρά
μσν.
(για βλαστούς) αναβλαστάνω
αρχ.
1. βγάζω εξανθήματα
2. χύνομαι ή ρέω προς τα έξω
3. εξωθώ, εκδιώκω
4. ἐκβράζομαι
(για πλοίο) εξοκέλλω, πέφτω έξω.
Greek Monotonic
ἐκβράζω: ή -βράσσω, μέλ. -βράσω, βγάζω αφρό, αφρίζω, λέγεται για τη θάλασσα — Παθ. λέγεται για πλοία, ξεβράζομαι στη ξηρά, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκβράζω: и ἐκβράσσω (о волнах) выбрасывать на берег (χρυσέα ποτήρια ἐκβρασσόμενα Her.; ναῦς ἐκβρασθεῖσα Diod.): οἱ Μεσσάπιοι, καθ᾽ οὓς ἐξεβράσθη Plut. мессапии, на берег которых его выбросило морем.
Middle Liddell
or -βράσσω fut. -βράσω
to throw out foam, of the sea:—Pass., of ships, to be cast ashore, Hdt.