θελκτήριος: Difference between revisions

From LSJ

Σιγᾶν ἄμεινον ἢ λαλεῖν, ἃ μὴ πρέπει → Decet tacere quam loqui, quae non decet → Schweig besser still, als dass du sagst, was du nicht darfst

Menander, Monostichoi, 484
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui charme, adoucit, apaise.<br />'''Étymologie:''' [[θέλγω]].
|btext=ος, ον :<br />qui charme, adoucit, apaise.<br />'''Étymologie:''' [[θέλγω]].
}}
{{elru
|elrutext='''θελκτήριος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[околдовывающий]], [[волшебный]] (φίλτρα ἔρωτος Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[чарующий]], [[полный обаяния]] (ὄμματος [[τόξευμα]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> [[завлекающий]], [[обольстительный]] ([[μῦθος]] Aesch.; [[ἐπῳδή]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[успокаивающий]], [[умиротворяющий]] (μύθου [[μῦθος]] θ. Aesch.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θελκτήριος]], -ον (Α) [[θελκτήρ]]<br /><b>1.</b> αυτός που θέλγει, αυτός που καταπραΰνει<br /><b>2.</b> [[ελκυστικός]], [[μαγευτικός]], [[απατηλός]]<br />(«ὄμματος [[θελκτήριον]] [[τόξευμα]]» — το μαγικό [[βέλος]] του οφθαλμού, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo [[θελκτήριον]]<br />α) (για τη [[ζώνη]] της Αφροδίτης) [[θέλγητρο]], [[μαγεία]]<br />β) (για άσματα) [[μέσο]] αναψυχής, διασκεδάσεως<br />γ) [[μέσο]] εξιλασμού («ἤ ἐάαν μέγ' [[ἄγαλμα]] θεῶν [[θελκτήριον]] [[εἶναι]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />δ) [[μέσο]] για [[ανακούφιση]] τών πόνων, τών κόπων («πόνων [[θελκτήριον]]», <b>Αισχύλ.</b>).
|mltxt=[[θελκτήριος]], -ον (Α) [[θελκτήρ]]<br /><b>1.</b> αυτός που θέλγει, αυτός που καταπραΰνει<br /><b>2.</b> [[ελκυστικός]], [[μαγευτικός]], [[απατηλός]]<br />(«ὄμματος [[θελκτήριον]] [[τόξευμα]]» — το μαγικό [[βέλος]] του οφθαλμού, <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo [[θελκτήριον]]<br />α) (για τη [[ζώνη]] της Αφροδίτης) [[θέλγητρο]], [[μαγεία]]<br />β) (για άσματα) [[μέσο]] αναψυχής, διασκεδάσεως<br />γ) [[μέσο]] εξιλασμού («ἤ ἐάαν μέγ' [[ἄγαλμα]] θεῶν [[θελκτήριον]] [[εἶναι]]», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br />δ) [[μέσο]] για [[ανακούφιση]] τών πόνων, τών κόπων («πόνων [[θελκτήριον]]», <b>Αισχύλ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''θελκτήριος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[околдовывающий]], [[волшебный]] (φίλτρα ἔρωτος Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[чарующий]], [[полный обаяния]] (ὄμματος [[τόξευμα]] Aesch.);<br /><b class="num">3)</b> [[завлекающий]], [[обольстительный]] ([[μῦθος]] Aesch.; [[ἐπῳδή]] Plut.);<br /><b class="num">4)</b> [[успокаивающий]], [[умиротворяющий]] (μύθου [[μῦθος]] θ. Aesch.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:26, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θελκτήριος Medium diacritics: θελκτήριος Low diacritics: θελκτήριος Capitals: ΘΕΛΚΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: thelktḗrios Transliteration B: thelktērios Transliteration C: thelktirios Beta Code: qelkth/rios

English (LSJ)

ον, enchanting, soothing, μῦθοι, λόγοι, A.Eu.81, E. Hipp.478; ὄμματος θ. τόξευμα the eye's magic shaft, A.Supp.1004: c. gen., φίλτρα θ. ἔρωτος E.Hipp.509; μύθου μῦθος θ. speech that heals speech, A.Supp.447: in late Prose, θ. ἀγωνίσματα, of poems, Agath. Praef.

German (Pape)

[Seite 1193] ον, bezaubernd, beschwichtigend, anlockend; θελκτηρίους μύθους ἔχοντες Aesch. Eum. 81; Suppl. 442; ὄμματος θελκτήριον τόξευμα Suppl. 982, der Zauberpfeil des Blickes; μ ῦθοι auch Eur. Hipp. 478; ἐπῳδή Plut. amator. 16 M.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui charme, adoucit, apaise.
Étymologie: θέλγω.

Russian (Dvoretsky)

θελκτήριος:
1) околдовывающий, волшебный (φίλτρα ἔρωτος Eur.);
2) чарующий, полный обаяния (ὄμματος τόξευμα Aesch.);
3) завлекающий, обольстительный (μῦθος Aesch.; ἐπῳδή Plut.);
4) успокаивающий, умиротворяющий (μύθου μῦθος θ. Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

θελκτήριος: -ον, θέλγων, μαγεύων, καταπραΰνων, μῦθοι Αἰσχύλ. Εὐμ. 81, Εὐρ. Ἱππ. 478· ὄμματος θελκτήριον τόξευμα, τοῦ ὀφθαλμοῦ τὸ μαγικὸν βέλος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 1004· μετὰ γεν., φίλτρα θ. ἔρωτος Εὐρ. Ἱππ. 509· μύθου μῦθος θ., λόγος θεραπεύων λόγον, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 447.

Greek Monolingual

θελκτήριος, -ον (Α) θελκτήρ
1. αυτός που θέλγει, αυτός που καταπραΰνει
2. ελκυστικός, μαγευτικός, απατηλός
(«ὄμματος θελκτήριον τόξευμα» — το μαγικό βέλος του οφθαλμού, Αισχύλ.)
3. το ουδ. ως ουσ. τo θελκτήριον
α) (για τη ζώνη της Αφροδίτης) θέλγητρο, μαγεία
β) (για άσματα) μέσο αναψυχής, διασκεδάσεως
γ) μέσο εξιλασμού («ἤ ἐάαν μέγ' ἄγαλμα θεῶν θελκτήριον εἶναι», Ομ. Οδ.)
δ) μέσο για ανακούφιση τών πόνων, τών κόπων («πόνων θελκτήριον», Αισχύλ.).

Middle Liddell

θελκτήριος, ον θέλγω
charming, enchanting, soothing, Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

enchantment, soothing, affecting the senses like a spell

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)