βούβρωστις: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνιοι δὲ καὶ μισοῦσι τοὺς εὐεργέτας → Nonnulli oderunt adeo beneficos sibi → Es hassen manche sogar ihre Wohltäter

Menander, Monostichoi, 171
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=εως (ἡ) :<br />nécessité pressante, infortune.<br />'''Étymologie:''' βου-, [[βιβρώσκω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />nécessité pressante, infortune.<br />'''Étymologie:''' βου-, [[βιβρώσκω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''βούβρωστις''': -εως, , [[μεγάλη]] [[πεῖνα]], [[βουλιμία]], Ὀππ. Ἁλ. 2. 208, Καλλ. εἰς Δήμ. 103, Συλλ. Ἐπιγρ. 3973· πρβλ. [[βούλιμος]]·- παρ’ Ὁμ. μόνον μεταφ., καταθλίβουσα [[πενία]], [[ἀνάγκη]], [[δυστυχία]], [[ἀθλιότης]], Ἰλ. Ω. 532.
|elnltext=[[βούβρωστις]] -εως, ἡ [[βου-]], [[βιβρώσκω]] reusachtige honger of steekvlieg (die runderen aanvreet). Il. 24.532.
}}
{{elru
|elrutext='''βούβρωστις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[неутолимый голод]] (Ἐρισίχθονος Plut., Anth.);<br /><b class="num">2)</b> перен. [[крайняя нужда]], [[беда]] (κακὴ β. Hom.).
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[ravenous appetite]] (Ω 532), also personified as goddess (like [[Πενία]]).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]<br />Etymology: The meaning is not quite certain. [[Hunger]] does not fit too well in Homer, and the ancients interpret [[οἶστρος]] [[gadfly]]. Seems to have an augmentative [[βου-]] (Schwyzer 434) like (the synonyms?) [[βούλιμος]], [[βούπεινα]], with a second element to [[βιβρώσκω]]; after [[νῆστις]] (Risch 35), but as an agent noun (as in [[ἄμπωτις]], s. v.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βιβρώσκω]]<br />[[eating]] [[enormously]]: metaph. grinding [[poverty]] or [[misery]], Il.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 37:
|lsmtext='''βούβρωστις:''' -εως, ἡ (βι-βρώσκω), [[μεγάλη]] [[πείνα]], [[βουλιμία]]· μεταφ., καταθλίβουσα [[πενία]], [[δυστυχία]], [[αθλιότητα]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''βούβρωστις:''' -εως, ἡ (βι-βρώσκω), [[μεγάλη]] [[πείνα]], [[βουλιμία]]· μεταφ., καταθλίβουσα [[πενία]], [[δυστυχία]], [[αθλιότητα]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''βούβρωστις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[неутолимый голод]] (Ἐρισίχθονος Plut., Anth.);<br /><b class="num">2)</b> перен. [[крайняя нужда]], [[беда]] (κακὴ β. Hom.).
|lstext='''βούβρωστις''': -εως, , [[μεγάλη]] [[πεῖνα]], [[βουλιμία]], Ὀππ. Ἁλ. 2. 208, Καλλ. εἰς Δήμ. 103, Συλλ. Ἐπιγρ. 3973· πρβλ. [[βούλιμος]]·- παρ’ Ὁμ. μόνον μεταφ., καταθλίβουσα [[πενία]], [[ἀνάγκη]], [[δυστυχία]], [[ἀθλιότης]], Ἰλ. Ω. 532.
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: f.<br />Meaning: [[ravenous appetite]] (Ω 532), also personified as goddess (like [[Πενία]]).<br />Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]<br />Etymology: The meaning is not quite certain. [[Hunger]] does not fit too well in Homer, and the ancients interpret [[οἶστρος]] [[gadfly]]. Seems to have an augmentative [[βου-]] (Schwyzer 434) like (the synonyms?) [[βούλιμος]], [[βούπεινα]], with a second element to [[βιβρώσκω]]; after [[νῆστις]] (Risch 35), but as an agent noun (as in [[ἄμπωτις]], s. v.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βιβρώσκω]]<br />[[eating]] [[enormously]]: metaph. grinding [[poverty]] or [[misery]], Il.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βούβρωστις]] -εως, [[βου-]], [[βιβρώσκω]] reusachtige honger of steekvlieg (die runderen aanvreet). Il. 24.532.
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''βούβρωστις''': {boúbrōstis}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Heißhunger]] (Ω 532, Kall. u. a.), auch als Göttin personifiziert (wie [[Πενία]], Plu., s. Schulze Kl. Schr. 399 A. 5).<br />'''Etymology''': Enthält wie die synonymen [[βούλιμος]], [[βούπεινα]] u. a. ein steigerndes [[βου-]] (Schulze a. a. O., Schwyzer 434); das Hinterglied zu [[βιβρώσκω]], wahrscheinlich nach dem synonymen [[νῆστις]] (Risch 35), aber nicht als Nomen actionis (= [[βρῶσις]]), sondern als Nomen agentis wie in [[ἄμπωτις]] (s. d.).<br />'''Page''' 1,256
|ftr='''βούβρωστις''': {boúbrōstis}<br />'''Grammar''': f.<br />'''Meaning''': [[Heißhunger]] (Ω 532, Kall. u. a.), auch als Göttin personifiziert (wie [[Πενία]], Plu., s. Schulze Kl. Schr. 399 A. 5).<br />'''Etymology''': Enthält wie die synonymen [[βούλιμος]], [[βούπεινα]] u. a. ein steigerndes [[βου-]] (Schulze a. a. O., Schwyzer 434); das Hinterglied zu [[βιβρώσκω]], wahrscheinlich nach dem synonymen [[νῆστις]] (Risch 35), aber nicht als Nomen actionis (= [[βρῶσις]]), sondern als Nomen agentis wie in [[ἄμπωτις]] (s. d.).<br />'''Page''' 1,256
}}
}}

Revision as of 19:57, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βούβρωστις Medium diacritics: βούβρωστις Low diacritics: βούβρωστις Capitals: ΒΟΥΒΡΩΣΤΙΣ
Transliteration A: boúbrōstis Transliteration B: boubrōstis Transliteration C: voyvrostis Beta Code: bou/brwstis

English (LSJ)

εως, ἡ, ravenous appetite, Opp.H.2.208, Call. Cer.103, AP11.379 (Agath.): famine, Epigr. Gr.793.3: in Hom. only metaph., grinding poverty or misery, Il.24.532 (but expld. by Sch. as = οἶστρος).

German (Pape)

[Seite 455] εως, ἡ, Heißhunger, großer Hunger, große Noth, Elend, Hom. einmal, Iliad. 24, 532 vom Unglücklichen καί ἑ κακὴ βούβρωστις ἐπὶ χθόνα δῖαν ἐλαύνει; sp. D., wie Nic. Fh. 785; Opp. H. 2, 208; Agath. 74 (XI, 379).

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
nécessité pressante, infortune.
Étymologie: βου-, βιβρώσκω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βούβρωστις -εως, ἡ βου-, βιβρώσκω reusachtige honger of steekvlieg (die runderen aanvreet). Il. 24.532.

Russian (Dvoretsky)

βούβρωστις: εως ἡ
1) неутолимый голод (Ἐρισίχθονος Plut., Anth.);
2) перен. крайняя нужда, беда (κακὴ β. Hom.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: ravenous appetite (Ω 532), also personified as goddess (like Πενία).
Origin: GR [a formation built with Greek elements]X [probably]
Etymology: The meaning is not quite certain. Hunger does not fit too well in Homer, and the ancients interpret οἶστρος gadfly. Seems to have an augmentative βου- (Schwyzer 434) like (the synonyms?) βούλιμος, βούπεινα, with a second element to βιβρώσκω; after νῆστις (Risch 35), but as an agent noun (as in ἄμπωτις, s. v.).

Middle Liddell

βιβρώσκω
eating enormously: metaph. grinding poverty or misery, Il.

English (Autenrieth)

(βοῦς, βιβρώσκω): ravenous hunger, Il. 24.532†.

Greek Monolingual

βούβρωστις, η (Α)
1. μεγάλη πείνα, βουλιμία
2. αθλιότητα, μεγάλη ανάγκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βούβρωστις, ήδη ομηρική, ερμηνεύθηκε ως «αθλιότητα», ενώ ένας απ' τους σχολιαστές τη θεώρησε ταυτόσημη προς το οίστρος «αλογόμυγα». Σε απόσπασμα όμως του Καλλίμαχου καθώς και στους Νίκανδρο, Οππιανό και Αγαθία η λ. σημαίνει «μεγάλη πείνα», ενώ μαρτυρείται και ότι η Βούβρωστις ήταν θεότητα προς τιμήν της οποίας θυσιαζόταν ταύρος. Ως α' συνθετικό της λ. θεωρείται το επιτατικό μόρφημα βου- (< βους) (πρβλ. βούλιμος, βούπεινα), ενώ για το β' συνθετικό υποστηρίχτηκε ότι ήταν ένα θηλ. ουσ. βρώστις (< βιβρώσκω), πιθ. κατά το συνών. νήστις. Κατ' άλλην άποψη, η λ. βούβρωστις < βουβρώς τις «είδος αλογόμυγας» με αρχική σημ. «αυτή που καταβροχθίζει βόδια», ενώ η σημ. «μεγάλη πείνα» ήταν μτγν. και προήλθε από παρανόηση].

Greek Monotonic

βούβρωστις: -εως, ἡ (βι-βρώσκω), μεγάλη πείνα, βουλιμία· μεταφ., καταθλίβουσα πενία, δυστυχία, αθλιότητα, σε Ομήρ. Ιλ.

Greek (Liddell-Scott)

βούβρωστις: -εως, ἡ, μεγάλη πεῖνα, βουλιμία, Ὀππ. Ἁλ. 2. 208, Καλλ. εἰς Δήμ. 103, Συλλ. Ἐπιγρ. 3973· πρβλ. βούλιμος·- παρ’ Ὁμ. μόνον μεταφ., καταθλίβουσα πενία, ἀνάγκη, δυστυχία, ἀθλιότης, Ἰλ. Ω. 532.

Frisk Etymology German

βούβρωστις: {boúbrōstis}
Grammar: f.
Meaning: Heißhunger (Ω 532, Kall. u. a.), auch als Göttin personifiziert (wie Πενία, Plu., s. Schulze Kl. Schr. 399 A. 5).
Etymology: Enthält wie die synonymen βούλιμος, βούπεινα u. a. ein steigerndes βου- (Schulze a. a. O., Schwyzer 434); das Hinterglied zu βιβρώσκω, wahrscheinlich nach dem synonymen νῆστις (Risch 35), aber nicht als Nomen actionis (= βρῶσις), sondern als Nomen agentis wie in ἄμπωτις (s. d.).
Page 1,256