θελκτήριον: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> charme magique, enchantement;<br /><b>2</b> moyen d'apaiser : βροτῶν θελκτήρια OD chants qui charment l'esprit des mortels ; [[θεῶν]] [[θελκτήριον]] OD offrande propre à apaiser les dieux ; νεκροῖς [[θελκτήριον]] EUR offrandes pour apaiser les mânes ; πόνων θελκτήρια ESCHL adoucissement aux fatigues.<br />'''Étymologie:''' [[θέλγω]]. | |btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> charme magique, enchantement;<br /><b>2</b> moyen d'apaiser : βροτῶν θελκτήρια OD chants qui charment l'esprit des mortels ; [[θεῶν]] [[θελκτήριον]] OD offrande propre à apaiser les dieux ; νεκροῖς [[θελκτήριον]] EUR offrandes pour apaiser les mânes ; πόνων θελκτήρια ESCHL adoucissement aux fatigues.<br />'''Étymologie:''' [[θέλγω]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''θελκτήριον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> [[чары]], [[очарование]], [[услада]] (βροτῶν Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[средство успокоить]], [[умилостивительный дар]] ([[θεῶν]] Hom.; νεκροῖς Eur.);<br /><b class="num">3)</b> [[средство облегчить]], [[облегчение]] (πόνων Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> [[умение успокоить]], [[способность утешить]], [[обаяние]] (τῆς γλώσσης Aesch.);<br /><b class="num">5)</b> [[успокоение]], [[утоление]] (ψυχῆς Men.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 24: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''θελκτήριον:''' ον ([[θέλγω]]), αυτός που γοητεύει, που μαγεύει, που σαγηνεύει, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">• [[θελκτήριον]]:</b> τό ([[θέλγω]]), [[ξόρκι]], [[θέλγητρο]], [[φυλαχτό]], λέγεται για τη [[ζώνη]] της Αφροδίτης, σε Ομήρ. Ιλ.· [[θεῶν]] [[θελκτήριον]], [[μέσο]] κατευνασμού των θεών, σε Ομήρ. Οδ.· <i>νεκροῖς θελκτήρια</i>, προσφορές στα πνεύματα των Νεκρών, σε Ευρ. | |lsmtext='''θελκτήριον:''' ον ([[θέλγω]]), αυτός που γοητεύει, που μαγεύει, που σαγηνεύει, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">• [[θελκτήριον]]:</b> τό ([[θέλγω]]), [[ξόρκι]], [[θέλγητρο]], [[φυλαχτό]], λέγεται για τη [[ζώνη]] της Αφροδίτης, σε Ομήρ. Ιλ.· [[θεῶν]] [[θελκτήριον]], [[μέσο]] κατευνασμού των θεών, σε Ομήρ. Οδ.· <i>νεκροῖς θελκτήρια</i>, προσφορές στα πνεύματα των Νεκρών, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 13:25, 3 October 2022
English (LSJ)
τό, charm, spell, of the girdle of Aphrodite, ἔνθα τέ οἱ θ. πάντα τέτυκτο Il.14.215; of heroic lays, βροτῶν θελκτήρια Od.1.337; θεῶν θ. 8.509; πόνων θελκτήρια means of lightening toil, A.Ch.670 (s. v.l.); γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θ. Id.Eu.886; νεκροῖς θελκτήρια, of offerings to the Manes, E.IT166 (lyr.); ψυχῆς θ. Men. 559.
German (Pape)
[Seite 1193] τό, Zaubermittel, Alles, was einen zauberhaften, wunderbaren Reiz hat, zauberhafte Gewalt auf die Gemüther ausübt; vom Zaubergürtel der Aphrodite, ἔνθα δέ οἱ θελκτήρια πάντα τέτυκτο, Il. 14, 215; π ολλὰ γὰρ ἄλλα βροτῶν θελκτήρια οἶδας, von Gesängen, Od. 1, 337; καὶ ἐάαν μέγ' ἄγαλμα θεῶν θελκτήριον εἶναι, was die Götter erfreu't, gewinnt, 8, 509; γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον Aesch. Eum. 846; πόνων θελκτήρια, Linderungsmittel, Ch. 659; Nic. Ti. 865; von den Todtenopfern, ἃ νεκροῖς θελκτήρια κεῖται, Eur. I. T. 166. Eigtl. neutr. von
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
1 charme magique, enchantement;
2 moyen d'apaiser : βροτῶν θελκτήρια OD chants qui charment l'esprit des mortels ; θεῶν θελκτήριον OD offrande propre à apaiser les dieux ; νεκροῖς θελκτήριον EUR offrandes pour apaiser les mânes ; πόνων θελκτήρια ESCHL adoucissement aux fatigues.
Étymologie: θέλγω.
Russian (Dvoretsky)
θελκτήριον: τό
1) чары, очарование, услада (βροτῶν Hom.);
2) средство успокоить, умилостивительный дар (θεῶν Hom.; νεκροῖς Eur.);
3) средство облегчить, облегчение (πόνων Aesch.);
4) умение успокоить, способность утешить, обаяние (τῆς γλώσσης Aesch.);
5) успокоение, утоление (ψυχῆς Men.).
Greek (Liddell-Scott)
θελκτήριον: τό, = θέλγητρόν, θέλκτρον, ἐπὶ τοῦ κεστοῦ τῆς Ἀφροδίτης, ἔνθα τέ οἱ θελκτήρια πάντα τέτυκτο Ἰλ. Ξ. 215· ἐπὶ ἡρωϊκῶν ᾀσμάτων, βροτῶν θελκτήρια Ὀδ. Α. 337· θεῶν θελκτήριον, μέσον τέρπον, καταπραΰνον τοὺς θεούς, Θ. 509· πόνων θελκτήρια, μέσα πρὸς ἐλάφρυνσιν κόπων, Αἰσχύλ. Χο. 670· γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θ. ὁ αὐτ. Εὐμ. 886· νεκροῖς θελκτήρια, ἐπὶ ἐναγισμάτων προσφερομένων εἰς τὰς ψυχὰς τῶν τεθνεώτων, Εὐρ. Ι. Τ. 166· ψυχῆς θ. Μένανδ. ἐν Ἀδήλ. 23.
English (Autenrieth)
(θέλγω): any means of charming or winning, spell, charm; attributed to the girdle of Aphrodīte, ἔνθα τέ οἱ θελκτήρια πάντα τέτυκτο, Il. 14.215; of songs, θελκτήρια βροτῶν (obj. gen.), Od. 1.337; and of the Trojan Horse, a winsome offering to the gods, Od. 8.509.
Greek Monotonic
θελκτήριον: ον (θέλγω), αυτός που γοητεύει, που μαγεύει, που σαγηνεύει, σε Αισχύλ., Ευρ.
• θελκτήριον: τό (θέλγω), ξόρκι, θέλγητρο, φυλαχτό, λέγεται για τη ζώνη της Αφροδίτης, σε Ομήρ. Ιλ.· θεῶν θελκτήριον, μέσο κατευνασμού των θεών, σε Ομήρ. Οδ.· νεκροῖς θελκτήρια, προσφορές στα πνεύματα των Νεκρών, σε Ευρ.
Middle Liddell
θελκτήριον, ου, τό, θέλγω
a charm, spell, enchantment, of the girdle of Aphrodite, Il.; θεῶν θελκτήριον a means of soothing the gods, Od.; νεκροῖς θελκτήρια, of offerings to the Manes, Eur.
English (Woodhouse)
charm, enchantment, something that mitigates, something that propitiates, something that soothes