εὔξενος: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>ion.</i> [[εὔξεινος]];<br /><b>1</b> qui concerne les hôtes ; réservé aux hôtes (appartement);<br /><b>2</b> hospitalier : ὁ [[πόντος]] ὁ Εὔξεινος, ὁ [[πόντος]] Εὔξεινος, ὁ Εὔξεινος le Pont-Euxin <i>litt.</i> la mer hospitalière, <i>p. antiphrase, à cause des populations sauvages de son littoral</i>.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ξένος]] -- DELG, en fait antiphrase de Ἄξεινος [[πόντος]] « la mer inhospitalière », calque d'un mot perse signifiant « noir », au sens métaphorique, à cause de ses tempêtes.
|btext=ος, ον :<br /><i>ion.</i> [[εὔξεινος]];<br /><b>1</b> qui concerne les hôtes ; réservé aux hôtes (appartement);<br /><b>2</b> hospitalier : ὁ [[πόντος]] ὁ Εὔξεινος, ὁ [[πόντος]] Εὔξεινος, ὁ Εὔξεινος le Pont-Euxin <i>litt.</i> la mer hospitalière, <i>p. antiphrase, à cause des populations sauvages de son littoral</i>.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[ξένος]] -- DELG, en fait antiphrase de Ἄξεινος [[πόντος]] « la mer inhospitalière », calque d'un mot perse signifiant « noir », au sens métaphorique, à cause de ses tempêtes.
}}
{{elru
|elrutext='''εὔξενος:''' ион. [[εὔξεινος]] 2 гостеприимный ([[πέλαγος]] Pind.; ἀνδρῶνες δόμων Aesch.; λιμὴν εὐξεινότατος ναύταις Eur.): [[Πόντος]] Εὔ. (прежде Ἄξενος) Pind., Eur. etc. Понт Эвксинский (ныне Черное море).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εὔξενος:''' Ιων. εὔ-ξεινος, -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[ευγενικός]] προς τους ξένους, [[φιλόξενος]], [[φιλικός]], <i>ἀνδρῶνας εὐξένους δόμων</i>, οι ξενώνες, σε Αισχύλ.· <i>λιμὴν εὐξεινότατος ναύταις</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[πόντος]] [[εὔξεινος]], ο Εύξεινος [[Πόντος]], η σημερινή Μαύρη Θάλασσα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αρχ. [[τύπος]] [[ἄξενος]], [[αφιλόξενος]] ([[dictus]] ab antiquis [[Axenus]] [[ille]] fuit, σε Οβίδ.).
|lsmtext='''εὔξενος:''' Ιων. εὔ-ξεινος, -ον,<br /><b class="num">I.</b> [[ευγενικός]] προς τους ξένους, [[φιλόξενος]], [[φιλικός]], <i>ἀνδρῶνας εὐξένους δόμων</i>, οι ξενώνες, σε Αισχύλ.· <i>λιμὴν εὐξεινότατος ναύταις</i>, σε Ευρ.<br /><b class="num">II.</b> [[πόντος]] [[εὔξεινος]], ο Εύξεινος [[Πόντος]], η σημερινή Μαύρη Θάλασσα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αρχ. [[τύπος]] [[ἄξενος]], [[αφιλόξενος]] ([[dictus]] ab antiquis [[Axenus]] [[ille]] fuit, σε Οβίδ.).
}}
{{elru
|elrutext='''εὔξενος:''' ион. [[εὔξεινος]] 2 гостеприимный ([[πέλαγος]] Pind.; ἀνδρῶνες δόμων Aesch.; λιμὴν εὐξεινότατος ναύταις Eur.): [[Πόντος]] Εὔ. (прежде Ἄξενος) Pind., Eur. etc. Понт Эвксинский (ныне Черное море).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[kind]] to strangers, [[hospitable]], ἀνδρῶνας εὐξένους δόμων the [[guest]]- chambers, Aesch.; λιμὴν εὐξεινότατος ναύταις Eur.<br /><b class="num">II.</b> [[πόντος]] [[εὔξεινος]] the Euxine, now the Black sea, Hdt., etc.:—[[anciently]] called [[ἄξενος]], the [[inhospitable]] ([[dictus]] ab antiquis [[Axenus]] [[ille]] fuit, Ovid.).
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> [[kind]] to strangers, [[hospitable]], ἀνδρῶνας εὐξένους δόμων the [[guest]]- chambers, Aesch.; λιμὴν εὐξεινότατος ναύταις Eur.<br /><b class="num">II.</b> [[πόντος]] [[εὔξεινος]] the Euxine, now the Black sea, Hdt., etc.:—[[anciently]] called [[ἄξενος]], the [[inhospitable]] ([[dictus]] ab antiquis [[Axenus]] [[ille]] fuit, Ovid.).
}}
}}

Revision as of 13:20, 3 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔξενος Medium diacritics: εὔξενος Low diacritics: εύξενος Capitals: ΕΥΞΕΝΟΣ
Transliteration A: eúxenos Transliteration B: euxenos Transliteration C: eyksenos Beta Code: eu)/cenos

English (LSJ)

Ion. εὔξεινος, ον, A kind to strangers, hospitable, ἀνδρῶνας εὐ. δόμων the guest-chambers, A.Ch.712; λιμὴν εὐξεινότατος ναύταις E. Hipp.157 (lyr.). Ep. Adv. ἐϋξείνως A.R.1.963, 1179. II πόντος εὔ. the Euxine, now the Black Sea, Hdt.1.6, al., E.IT125 (lyr., codd., sed leg. Ἀξείνου); and so εὔ. (leg. ἄξ-) οἶδμα Id.HF 410 (lyr.); εὔ. πέλαγος Pi.N.4.49; ὁ Εὔξεινος alone, Str.11.1.5; cf. ἄξενος: εὔξεινος is a euphemism, like Εὐμενίδες.

German (Pape)

[Seite 1084] ion. u. p. εὔξεινος, gut gegen Fremde, gastfreundlich, gastlich, von Menschen wie von Ländern u. Wohnungen; εἰς ἀνδρῶνας εὐξένους δόμων Aesch. Ch. 701; λιμένα τὸν εὐξεινότατον ναύται ς Eur. Hipp. 157; πόντος I. T. 125, das Schwarze Meer, seit seine Küsten mit hellenischen Pflanzstädten bedeckt waren, früher ἄξενος, wegen seiner wilden Anwohner is. nom. pr.). – Ζεὺς ἐΰξεινος, Ap. Rh. 2, 378, sonst ξείνιος, der Beschützer der Gastfreundschaft. – Adv. εὐξένως, p. εὐξείνως, Ap. Rh. 1, 963.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
ion. εὔξεινος;
1 qui concerne les hôtes ; réservé aux hôtes (appartement);
2 hospitalier : ὁ πόντος ὁ Εὔξεινος, ὁ πόντος Εὔξεινος, ὁ Εὔξεινος le Pont-Euxin litt. la mer hospitalière, p. antiphrase, à cause des populations sauvages de son littoral.
Étymologie: εὖ, ξένος -- DELG, en fait antiphrase de Ἄξεινος πόντος « la mer inhospitalière », calque d'un mot perse signifiant « noir », au sens métaphorique, à cause de ses tempêtes.

Russian (Dvoretsky)

εὔξενος: ион. εὔξεινος 2 гостеприимный (πέλαγος Pind.; ἀνδρῶνες δόμων Aesch.; λιμὴν εὐξεινότατος ναύταις Eur.): Πόντος Εὔ. (прежде Ἄξενος) Pind., Eur. etc. Понт Эвксинский (ныне Черное море).

Greek (Liddell-Scott)

εὔξενος: Ἰων. εὔξεινος, ον, ἀγαθὸς πρὸς τοὺς ξένους, φιλόξενος, φιλικός, ἀνδρῶνας εὐξ. δόμων, τοὺς θαλάμους τοὺς ὡρισμένους πρὸς ὑποδοχὴν τῶν ξένων, Αἰσχύλ. Χο. 712· λιμὴν εὐξεινότατος ναύταις Εὐρ. Ἱππ. 157: - Ἐπικ. Ἐπίρρ. ἐϋξείνως Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 963, 1179. ΙΙ. Πόντος Εὔξεινος, ἡ τανῦν Μαύρη Θάλασσα, Ἡρόδ. 1. 6, κ. ἀλλ., Εὐρ. Ι. Τ. 125, κτλ.· εὔξ. πέλαγος Πινδ. Ν. 4. 80· οἶδμα Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 410, κτλ.· ὁ Εὔξεινος μόνον, Στράβ. 491. - Κατὰ πρῶτον τὸ πάλαι ἐκαλεῖτο ἄξενος, ὁ ἀφιλόξενος, ἐκ τῶν ἀγρίων φυλῶν αἵτινες κατῴκουν τὰ παράλια αὐτοῦ (dictus ab antiquis Axenus ille fuit, Ὀβιδ. Trist. 4. 4, 56): - ἴσως τὸ ὄνομα εὔξεινος ἐλέχθη κατ’ εὐφημισμόν, ὡς τὸ Εὐμενίδες.

Greek Monolingual

εὔξενος, -ον (Α)
βλ. εύξεινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ξένος.

Greek Monotonic

εὔξενος: Ιων. εὔ-ξεινος, -ον,
I. ευγενικός προς τους ξένους, φιλόξενος, φιλικός, ἀνδρῶνας εὐξένους δόμων, οι ξενώνες, σε Αισχύλ.· λιμὴν εὐξεινότατος ναύταις, σε Ευρ.
II. πόντος εὔξεινος, ο Εύξεινος Πόντος, η σημερινή Μαύρη Θάλασσα, σε Ηρόδ. κ.λπ.· αρχ. τύπος ἄξενος, αφιλόξενος (dictus ab antiquis Axenus ille fuit, σε Οβίδ.).

Middle Liddell


I. kind to strangers, hospitable, ἀνδρῶνας εὐξένους δόμων the guest- chambers, Aesch.; λιμὴν εὐξεινότατος ναύταις Eur.
II. πόντος εὔξεινος the Euxine, now the Black sea, Hdt., etc.:—anciently called ἄξενος, the inhospitable (dictus ab antiquis Axenus ille fuit, Ovid.).