Συβαριτικός: Difference between revisions
οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br />de Sybarite.<br />'''Étymologie:''' [[Συβαρίτης]]. | |btext=ή, όν :<br />de Sybarite.<br />'''Étymologie:''' [[Συβαρίτης]]. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''Σῠβᾰρῑτικός:''' [[сибаритский]] ([[λόγος]] Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
Line 18: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''Σῠβᾰρῑτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη <i>Σύβαρι</i>· <i>λόγοι Συβαριτικοί</i>, [[κατηγορία]] μύθων που ήταν διαδεδομένοι στους Έλληνες, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''Σῠβᾰρῑτικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη <i>Σύβαρι</i>· <i>λόγοι Συβαριτικοί</i>, [[κατηγορία]] μύθων που ήταν διαδεδομένοι στους Έλληνες, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=Σῠβᾰρῑτικός, ή, όν<br />of [[Sybaris]]: λόγοι Σ. a class of fables [[among]] the Greeks, Ar. | |mdlsjtxt=Σῠβᾰρῑτικός, ή, όν<br />of [[Sybaris]]: λόγοι Σ. a class of fables [[among]] the Greeks, Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:23, 3 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, of Sybaris: λόγοι Σ., a class of fables among the Greeks, Ar.V.1259, ubi v. Sch. and cf. Mnesim.6, Ael. VH14.20. Adv. -κῶς Malch.p.397 D.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
de Sybarite.
Étymologie: Συβαρίτης.
Russian (Dvoretsky)
Σῠβᾰρῑτικός: сибаритский (λόγος Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
Σῠβᾰρῑτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς τὴν Σύβαριν· λόγοι Σ., τάξις τις μύθων παρὰ τοῖς Ἕλλησιν, Ἀριστοφ. Σφ. 1529, ἔνθα ἴδε Σχόλ., Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 14, 20. Ἐπίρρ. -κῶς, παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. ἄδην.
Greek Monotonic
Σῠβᾰρῑτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πόλη Σύβαρι· λόγοι Συβαριτικοί, κατηγορία μύθων που ήταν διαδεδομένοι στους Έλληνες, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
Σῠβᾰρῑτικός, ή, όν
of Sybaris: λόγοι Σ. a class of fables among the Greeks, Ar.