κακοδαίμων: Difference between revisions

From LSJ

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> possédé d'un mauvais génie ; malheureux, dément;<br /><b>2</b> qui est un mauvais génie, funeste;<br /><i>Cp.</i> κακοδαιμονέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[δαίμων]].
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> possédé d'un mauvais génie ; malheureux, dément;<br /><b>2</b> qui est un mauvais génie, funeste;<br /><i>Cp.</i> κακοδαιμονέστερος.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[δαίμων]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κᾰκοδαίμων''': ὁ, ἡ, κακόδαιμον, τό, γεν. ονος, κατεχόμενος ὑπὸ κακοῦ δαίμονος, Ἀντιφῶν 134. 23· ὁ κ. [[Σωκράτης]] Ἀριστοφ. Νεφ. 104· [[ἀτυχής]], [[δυστυχής]], κακότυχος, Εὐρ. Ἱππ. 1362· συχνὸν παρὰ τοῖς κωμικοῖς, ὦ κακόδαιμον, ὦ ἄθλιε, κακότυχε, Ἀριστοφ. Πλ. 386· [[οἴμοι]] [[κακοδαίμων]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 105· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ὡς τὸ [[τλήμων]] ἐν Σοφ. Ο. Τ. 1175, [[ἔνθα]] ἴδε Erf. - Συγκρ. -έστερος Λουκ. Λεξιφ. 25· - Ἐπίρρ. -[[μόνως]] Λουκ. Βίων Πρᾶσις 7. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ κακὸς [[δαίμων]], πονηρὸν [[πνεῦμα]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 112, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 4, 38. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154, 157.
|elnltext=κακοδαίμων -ον, gen. -ονος [κακός, δαίμων] comp. -έστερος; superl. -έστατος, bezeten van een slechte geest, ongelukkig;; ὦ κακόδαιμον ongeluksvogel! Aristoph. Pl. 386; subst. kwade geest; adv. κακοδαιμόνως ongelukkigerwijs.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰκοδαίμων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> [[одержимый злой силой]], [[безумный]], [[сумасшедший]] (ὁ κ. [[Σωκράτης]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[несчастный]], [[злополучный]] ([[Ἱππόλυτος]] Eur.; [[βίος]] Plut.): ὦ κακόδαιμον! Arph. ах ты, бедняга! или о, жалкий глупец!;<br /><b class="num">3)</b> [[приносящий несчастье]]: ὁ κ. [[δαίμων]] Arph. злой демон.
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κᾰκοδαίμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει καταληφθεί από [[κακό]] δαίμονα, [[κακότυχος]], [[ατυχής]], [[δυστυχής]], σε Ευρ., Αριστοφ.· επίρρ. -[[μόνως]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[κακός]] [[δαίμονας]], πονηρό [[πνεύμα]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''κᾰκοδαίμων:''' -ον, γεν. <i>-ονος</i>,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που έχει καταληφθεί από [[κακό]] δαίμονα, [[κακότυχος]], [[ατυχής]], [[δυστυχής]], σε Ευρ., Αριστοφ.· επίρρ. -[[μόνως]], σε Λουκ.<br /><b class="num">II.</b> ως ουσ., [[κακός]] [[δαίμονας]], πονηρό [[πνεύμα]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰκοδαίμων:''' 2, gen. ονος<br /><b class="num">1)</b> [[одержимый злой силой]], [[безумный]], [[сумасшедший]] (ὁ κ. [[Σωκράτης]] Arph.);<br /><b class="num">2)</b> [[несчастный]], [[злополучный]] ([[Ἱππόλυτος]] Eur.; [[βίος]] Plut.): ὦ κακόδαιμον! Arph. ах ты, бедняга! или о, жалкий глупец!;<br /><b class="num">3)</b> [[приносящий несчастье]]: ὁ κ. [[δαίμων]] Arph. злой демон.
|lstext='''κᾰκοδαίμων''': ὁ, ἡ, κακόδαιμον, τό, γεν. ονος, κατεχόμενος ὑπὸ κακοῦ δαίμονος, Ἀντιφῶν 134. 23· ὁ κ. [[Σωκράτης]] Ἀριστοφ. Νεφ. 104· [[ἀτυχής]], [[δυστυχής]], κακότυχος, Εὐρ. Ἱππ. 1362· συχνὸν παρὰ τοῖς κωμικοῖς, ὦ κακόδαιμον, ὦ ἄθλιε, κακότυχε, Ἀριστοφ. Πλ. 386· [[οἴμοι]] [[κακοδαίμων]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 105· - [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ὡς τὸ [[τλήμων]] ἐν Σοφ. Ο. Τ. 1175, [[ἔνθα]] ἴδε Erf. - Συγκρ. -έστερος Λουκ. Λεξιφ. 25· - Ἐπίρρ. -[[μόνως]] Λουκ. Βίων Πρᾶσις 7. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ κακὸς [[δαίμων]], πονηρὸν [[πνεῦμα]], Ἀριστοφ. Ἱππ. 112, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 4, 38. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154, 157.
}}
{{elnl
|elnltext=κακοδαίμων -ον, gen. -ονος [κακός, δαίμων] comp. -έστερος; superl. -έστατος, bezeten van een slechte geest, ongelukkig;; ὦ κακόδαιμον ongeluksvogel! Aristoph. Pl. 386; subst. kwade geest; adv. κακοδαιμόνως ongelukkigerwijs.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 20:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοδαίμων Medium diacritics: κακοδαίμων Low diacritics: κακοδαίμων Capitals: ΚΑΚΟΔΑΙΜΩΝ
Transliteration A: kakodaímōn Transliteration B: kakodaimōn Transliteration C: kakodaimon Beta Code: kakodai/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, A possessed by an evil genius, Antipho 5.43; ὁ κ. Σωκράτης Ar.Nu.104; ill-starred, E.Hipp.1362 (anap.), Max.Tyr.36.4: freq. in Com., ὦ κακόδαιμον poor devil! Ar.Pl.386; οἴμοι κακοδαίμων Pherecr.117, etc.; -ονος ἔπαρμα Phld.Mort.31: Comp.-έστερος Luc.Lex.25: Sup., Id.Deor.Conc.7. Adv.-μόνως Id.Vit.Auct.7. II evil genius, τοῦ δαίμονος δέδοιχ' ὅπως μὴ τεύξομαι κακοδαίμονος Ar.Eq.112, cf. Arr.Epict.4.4.38.

German (Pape)

[Seite 1299] ονος, einen bösen Dämon habend, unglücklich, unselig, im Ggstz von εὐδαίμων; Eur. Hipp. 1362; Ar. Ach. 105 u. öfter; Plat. Conv. 173 d; Men. 78 a; Folgde; – ὁ κακοδαίμων δαίμων, der böse Dämon, Ar. Equ. 113.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
1 possédé d'un mauvais génie ; malheureux, dément;
2 qui est un mauvais génie, funeste;
Cp. κακοδαιμονέστερος.
Étymologie: κακός, δαίμων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοδαίμων -ον, gen. -ονος [κακός, δαίμων] comp. -έστερος; superl. -έστατος, bezeten van een slechte geest, ongelukkig;; ὦ κακόδαιμον ongeluksvogel! Aristoph. Pl. 386; subst. kwade geest; adv. κακοδαιμόνως ongelukkigerwijs.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοδαίμων: 2, gen. ονος
1) одержимый злой силой, безумный, сумасшедший (ὁ κ. Σωκράτης Arph.);
2) несчастный, злополучный (Ἱππόλυτος Eur.; βίος Plut.): ὦ κακόδαιμον! Arph. ах ты, бедняга! или о, жалкий глупец!;
3) приносящий несчастье: ὁ κ. δαίμων Arph. злой демон.

Spanish

demon malo

Greek Monolingual

-ον (AM κακοδαίμων, κακόδαιμον)
αυτός που έχει κακή τύχη, δυστυχής

Greek Monotonic

κᾰκοδαίμων: -ον, γεν. -ονος,
I. αυτός που έχει καταληφθεί από κακό δαίμονα, κακότυχος, ατυχής, δυστυχής, σε Ευρ., Αριστοφ.· επίρρ. -μόνως, σε Λουκ.
II. ως ουσ., κακός δαίμονας, πονηρό πνεύμα, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοδαίμων: ὁ, ἡ, κακόδαιμον, τό, γεν. ονος, κατεχόμενος ὑπὸ κακοῦ δαίμονος, Ἀντιφῶν 134. 23· ὁ κ. Σωκράτης Ἀριστοφ. Νεφ. 104· ἀτυχής, δυστυχής, κακότυχος, Εὐρ. Ἱππ. 1362· συχνὸν παρὰ τοῖς κωμικοῖς, ὦ κακόδαιμον, ὦ ἄθλιε, κακότυχε, Ἀριστοφ. Πλ. 386· οἴμοι κακοδαίμων ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 105· - ὡσαύτως ἐπὶ ἠθικῆς ἐννοίας, ὡς τὸ τλήμων ἐν Σοφ. Ο. Τ. 1175, ἔνθα ἴδε Erf. - Συγκρ. -έστερος Λουκ. Λεξιφ. 25· - Ἐπίρρ. -μόνως Λουκ. Βίων Πρᾶσις 7. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ὁ κακὸς δαίμων, πονηρὸν πνεῦμα, Ἀριστοφ. Ἱππ. 112, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 4. 4, 38. Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154, 157.

Middle Liddell


I. possessed by an evil genius, ill-fated, ill-starred, miserable, Eur., Ar.:—adv. -μόνως, Luc.
II. as substantive an evil genius, Ar.

English (Woodhouse)

unfortunate, unhappy

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)